Έλα την ώρα που το
σκοτάδι απλώνεται σαν χάδι,
σαν ένα ρόδο π’
ανθίζει διάσχισε τη νύχτα απαλά
κι αγκάλιασε με, την ώρα που το φεγγάρι των δακρύων θα προβάλλει
φόρεσε τα ρούχα
που μου μοιάζουν,
τα κεντημένα με
το δέρμα της νύχτας
γέμισε τη σιωπή
που με πνίγει
με τη φωνή των
αηδονιών
που κρύβονται
μέσα στα σπλάχνα σου
γίνε άρτος κι
αγιασμός, γίνε τροφή στα χείλη μου
και κέρασε τη
πείνα και τη δίψα μου
μπλέξε τα δάκτυλα
σου στα μαλλιά μου
κάνε με γονατιστός
να προσκυνώ
το καρπερό χώμα
του κορμιού σου,
να πίνω νέκταρ απ’
τη πηγή σου
κάνε με να τρέμω,
ν’ ανατριχιάζω
να ουρλιάζω από
γλύκα κι ηδονή
να σπαρταρώ στα
στήθη σου
έλα, αναδύσου
μέσα από τη θλίψη μου
και πίσω από το πέπλο της σιωπής σου.