Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010
Ψάξε μέσα στη σιωπή μου....
Χάθηκε για λίγο στις ζεστές ερημιές της καρδιάς, της σκέψης και της ψυχής της. Κοίταξε τα παιδιά με μια ματιά γεμάτη αγάπη. Έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε, «κάνε Θεέ μου να μπορέσουν απόψε όλα τα παιδιά να ονειρευτούν και να κάνουν στο όνειρο τους ένα ταξίδι. Γιατί το νοερό ταξίδι είναι το πιο ωραίο, το πιο όμορφο. Πρέπει να το κάνουν, γιατί αν δεν το βρουν και αν δεν υπάρχει μέσα τους το ταξίδι, δεν θα το βρουν ποτέ έξω στην πραγματικότητα ». Αποκοιμήθηκε τελευταία. Μια σιωπηλή και ασήμαντη σκιά άρχισε να σαλεύει στο κουρασμένο μυαλό της. Σαν πέταγμα πεταλούδας...
« Ήταν σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι. Ένοιωθε αλλόκοτα. Παράξενα. Δεν μπορούσε να σταθεί στα δυο της πόδια. Ακούμπησε τα χέρια κάτω. Αμέσως τα ρούχα της έγιναν δέρμα. Κόλλησαν πάνω της σαν επιδερμίδα στενεύοντας την. Κοίταξε μέσα σε μια λακκούβα από νερό. Καθρεπτίστηκε. Τρόμαξε μ’ αυτό που είδε. Είχε χρώμα κρεμ και μεγάλες τρίχες. Εκεί που πρώτα ήταν η καρδιά και τα νεφρά φάνηκαν μικρές κόκκινες κηλίδες που μεγάλωναν με πολύ γρήγορο ρυθμό. Ήταν μια κατσίκα με κόκκινες βούλες! Ξαφνικά πετάχτηκαν από το χορτάρι χιλιάδες, μύρια τσιμπούρια και γέμισαν το κορμί της. Άρχισαν να της βυζαίνουν το γάλα, μετά το αίμα. Όσον τη βύζαιναν, λέπταινε. Εξαφανιζόταν η σάρκα, μετά τα κόκαλα. Της απόμεινε μόνο το δέρμα. Και τα τσιμπούρια όλο βύζαιναν. Λέπτυνε ακόμα περισσότερο. Εξαφανίστηκε η πρώτη βούλα. Μετά η δεύτερη, μετά ακόμα μία και έμεινε μόνο δέρμα που έμπαζε κρύο αέρα από τις τρύπες που άνοιξαν στη θέση των κόκκινων στρογγυλών σημαδιών. Γύρω της, χιλιάδες άνθρωποι χωρίς πρόσωπα, ντυμένοι στα λευκά, παρακολουθούσαν γελώντας δυνατά από το θέαμα που έβλεπαν. Κάποιος ανάμεσα τους, φώναζε σπαραχτικά και κτυπούσε δυνατά τα χέρια του για να τρομάξει τα τσιμπούρια. Φώναζε και εκλιπαρούσε το πλήθος να κτυπήσει μαζί του ρυθμικά τα χέρια του, για να τα τρομάξουν. Αυτοί όχι μόνον δεν άκουαν, αλλά προσπαθούσαν να τον φιμώσουν και να του δέσουν τα χέρια, μην τυχόν και τους χαλάσει το θέαμα. Η φωνή του γνώριμη. Φερμένη καβάλα σε κάποια ριπή του ανέμου. Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Προσπαθούσε. Η αγωνία και ο τρόμος όμως έδιωχναν μακρυά τις μνήμες. Οι κραυγές του την έκαναν να ξυπνήσει και να ανοίξει τα μάτια».
Κοίταξε τριγύρω. Ο ήλιος είχε πάρει το ανηφόρι και αγκομαχώντας βρισκόταν ήδη στη μέση του ουρανού. Γλιστρούσε μέσα στην κάμαρα που βρωμοκοπούσε ανθρώπινο ιδρώτα και χνώτα, και έκανε τους πέτρινους τοίχους να γεμίζουν σκιές. Ήταν μια κάμαρα που είχε μέσα της πολύ πένθος και πολλούς θανάτους από κορμιά που το μόνο κοινό που είχαν, ήταν το μονοπάτι που βάδιζαν. Δεν είχαν τίποτε να μοιραστούν παρά μόνο ο καθένας, έδινε χώρο στον άλλο
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)