Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Ο Ποιητής

Ο ποιητής

Αργά το βράδυ χθες
Μπήκε στη πόλη, ένας άγνωστος.
Είχε γόνατα από ξύλο
Έτριζε και δεν μιλούσε.
Άλλοι τον είπανε μουγκό
Μα οι πιο πολλοί, τον φώναξαν τρελό.
Είχε στο λαιμό περασμένη μια θηλιά
Φτιαγμένη από λεπτή, τρίχινη κλωστή.
Στην άλλη άκρη είχε δεμένο το φεγγάρι.
Μέχρι να βρει τον πιο βαθύ γκρεμό
Τον πρόφτασε ο ήλιος.
Πέταξε τα ρούχα του και άνοιξε μια ομπρέλα
Ξάπλωσε στη μέση της πλατείας και καρτερούσε
Αρχίνησε να βρέχει.
Πέταξε την ομπρέλα και τραύλισε,
- Ο πρώτος του στίχος-
Έπειτα τον φώναζαν... Ποιητή!

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Ψάξε μέσα στη σιωπή μου....

Συνέντευξη στη Μαρία Στυλιανού με αφορμή τη κυκλοφορία του δεύτερου μυθιστορήματος του Γιάννου Λαμπή,

«Ψάξε μέσα στη σιωπή μου»


Διαβάζοντας κάποιος το νέο σας μυθιστόρημα διερωτάται αν είναι φανταστικό ή βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα


Και αυτό το βιβλίο μου είναι ένα θραύσμα της πραγματικότητας. Είναι μια κάθετη και διεισδυτική ματιά στην κοινωνία χωρίς παραμορφωτικούς καθρέπτες και χωρίς καμία προσπάθεια ωραιοποιήσεις του προσώπου της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας που ζούμε.

Τι σας οδήγησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;

Η αγάπη μου προς τα παιδιά. Η αγάπη μου προς τον άνθρωπο γενικά, τα όρια του και όλα αυτά που έχουν σχέση μαζί του

Τι είναι εκείνο που θέλετε να περάσετε στους αναγνώστες σας;

Αφυπνιστείτε! Προσπαθήστε να ξεφύγετε από την αγκαλιά της αδιαφορίας.

Όταν γράφεις σκέφτεσαι τους αναγνώστες;

Κάθε άλλο. Γράφω για μένα γι’αυτό και γράφω με την ψυχή μου. Είναι φανερό εξάλλου ότι γράφω σκληρά. Δεν προσπαθώ να χαϊδέψω τ’αυτιά κανενός.

Έχετε πρότυπα στη συγγραφική σας δουλειά ή ακόμα και στη ζωή σας;

Όχι. Είναι κάτι που πάντα απόφευγα. Με εκνευρίζει η σύγκριση της ‘πέννας’ ενός νέου συγγραφέα με κάποιου άλλου καταξιωμένου. Ο καθένας γράφει όπως μπορεί και το αναγνωστικό κοινό θα τον κρίνει γι’αυτό που είναι, για την αυθεντικότητα του.

Ποιός ο κοινωνικός ρόλος του συγγραφέα;

Ο κοινωνικός ρόλος του συγγραφέα είναι στενά συνδεδεμένος με το έργο του. Δεν πιστεύω ότι κατ’ανάγκη πρέπει να θεραπεύει ή να προτείνει λύσεις στα οποιαδήποτε κακά βλέπει, αλλά να τα παρατηρεί και να τα καταγράφει. Μέσα από το έργο του μιλά και αυτά που θέλει να πει βρίσκονται πάντα εκεί.

Ψάξε μέσα στη σιωπή μου

Άκου τα λόγια που γεμίζουν τη σιωπή ενός παιδιού. Είναι τόσο δυνατά!

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ - ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Οι ‘βιβλιοεκδόσεις Αναζητήσεις’ σας προσκαλούν  στη παρουσίαση του βιβλίου του συγγραφέα Γιάννου Λαμπή
‘Ψάξε μέσα στη σιωπή μου’
Το έργο θα προλογίσει η διευθύντρια των Αναζητήσεων κα. Μαρία Στυλιανού και την ανάλυση θα κάνει
 ο συγγραφέας - δημοσιογράφος κ. Μάκης Αντωνόπουλος
Η εκδήλωση τελεί υπό την αιγίδα της πρώτης κυρίας της Δημοκρατίας,
κυρίας Έλσης Χριστόφια
η οποία θα απευθύνει σύντομο χαιρετισμό
Παρασκευή, 3 Δεκεμβρίου 2010, η ώρα 7.30 μ.μ.
Πολιτιστικό Κέντρο της Ελληνικής Τράπεζας στη οδό Γλάδστωνος, Λεμεσός.
Τηλ: 25561963,  99692639
Χορηγoί επικοινωνίας: τηλεόραση Capital, περιοδικό First,  ράδιο Capital

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Ψάξε μέσα στη σιωπή μου....

Χάθηκε για λίγο στις ζεστές ερημιές της καρδιάς, της σκέψης και της ψυχής της. Κοίταξε τα παιδιά με μια ματιά γεμάτη αγάπη. Έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε, «κάνε Θεέ μου να μπορέσουν απόψε όλα τα παιδιά να ονειρευτούν και να κάνουν στο όνειρο τους ένα ταξίδι. Γιατί το νοερό ταξίδι είναι το πιο ωραίο, το πιο όμορφο. Πρέπει να το κάνουν, γιατί αν δεν το βρουν και αν δεν υπάρχει μέσα τους το ταξίδι, δεν θα το βρουν ποτέ έξω στην πραγματικότητα ». Αποκοιμήθηκε τελευταία. Μια σιωπηλή και ασήμαντη σκιά άρχισε να σαλεύει στο κουρασμένο μυαλό της. Σαν πέταγμα πεταλούδας...


 

 

 
« Ήταν σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι. Ένοιωθε αλλόκοτα. Παράξενα. Δεν μπορούσε να σταθεί στα δυο της πόδια. Ακούμπησε τα χέρια κάτω. Αμέσως τα ρούχα της έγιναν δέρμα. Κόλλησαν πάνω της σαν επιδερμίδα στενεύοντας την. Κοίταξε μέσα σε μια λακκούβα από νερό. Καθρεπτίστηκε. Τρόμαξε μ’ αυτό που είδε. Είχε χρώμα κρεμ και μεγάλες τρίχες. Εκεί που πρώτα ήταν η καρδιά και τα νεφρά φάνηκαν μικρές κόκκινες κηλίδες που μεγάλωναν με πολύ γρήγορο ρυθμό. Ήταν μια κατσίκα με κόκκινες βούλες! Ξαφνικά πετάχτηκαν από το χορτάρι χιλιάδες, μύρια τσιμπούρια και γέμισαν το κορμί της. Άρχισαν να της βυζαίνουν το γάλα, μετά το αίμα. Όσον τη βύζαιναν, λέπταινε. Εξαφανιζόταν η σάρκα, μετά τα κόκαλα. Της απόμεινε μόνο το δέρμα. Και τα τσιμπούρια όλο βύζαιναν. Λέπτυνε ακόμα περισσότερο. Εξαφανίστηκε η πρώτη βούλα. Μετά η δεύτερη, μετά ακόμα μία και έμεινε μόνο δέρμα που έμπαζε κρύο αέρα από τις τρύπες που άνοιξαν στη θέση των κόκκινων στρογγυλών σημαδιών. Γύρω της, χιλιάδες άνθρωποι χωρίς πρόσωπα, ντυμένοι στα λευκά, παρακολουθούσαν γελώντας δυνατά από το θέαμα που έβλεπαν. Κάποιος ανάμεσα τους, φώναζε σπαραχτικά και κτυπούσε δυνατά τα χέρια του για να τρομάξει τα τσιμπούρια. Φώναζε και εκλιπαρούσε το πλήθος να κτυπήσει μαζί του ρυθμικά τα χέρια του, για να τα τρομάξουν. Αυτοί όχι μόνον δεν άκουαν, αλλά προσπαθούσαν να τον φιμώσουν και να του δέσουν τα χέρια, μην τυχόν και τους χαλάσει το θέαμα. Η φωνή του γνώριμη. Φερμένη καβάλα σε κάποια ριπή του ανέμου. Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Προσπαθούσε. Η αγωνία και ο τρόμος όμως έδιωχναν μακρυά τις μνήμες. Οι κραυγές του την έκαναν να ξυπνήσει και να ανοίξει τα μάτια».

 

 

 
Κοίταξε τριγύρω. Ο ήλιος είχε πάρει το ανηφόρι και αγκομαχώντας βρισκόταν ήδη στη μέση του ουρανού. Γλιστρούσε μέσα στην κάμαρα που βρωμοκοπούσε ανθρώπινο ιδρώτα και χνώτα, και έκανε τους πέτρινους τοίχους να γεμίζουν σκιές. Ήταν μια κάμαρα που είχε μέσα της πολύ πένθος και πολλούς θανάτους από κορμιά που το μόνο κοινό που είχαν, ήταν το μονοπάτι που βάδιζαν. Δεν είχαν τίποτε να μοιραστούν παρά μόνο ο καθένας, έδινε χώρο στον άλλο

 
  1.  

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Ψάξε μέσα στη σιωπή μου....

…Λιγόσαρκα, τρεμοδάκτυλα
παιδιά που αποζητούν μέσα στο σκοτάδι ένα αστέρι για να κρατηθούν, μιαν ηλιαχτίδα για να ζεσταθούν.
Τρόμαξε η Ράνια. Θύμωσε. Πόσο θα ’θελε να φωνάξει,
« φτάνει πια, υπάρχει αρκετό φως και ουρανός για όλους ». Δάγκωσε τα χείλη της μέχρι που μάτωσαν. Κρατήθηκε. Άλλωστε ποιος θα την άκουε; Δεν είχε πλέον τίποτα να καρτερά από μια κοινωνία μακελάρισσα....

Πόσα μυστικά κρύβει η σιωπή ενός παιδιού!

Πέντε παιδιά φορτωμένα το καθένα με ένα σακί στη ράχη
γεμάτο ανεκπλήρωτα όνειρα και επιθυμίες
ξεχασμένα στ’ορφανοτροφεία σαν αζήτητη πραμάτεια.
Τα μάτια τους βουρκώνουν καθώς τα τυλίγει το σούρουπο
γεμάτο χέρια απλωμένα να ζητιανεύουν
...κοντές φούστες...ψηλά τακούνια...πρόσωπα δίχως ελπίδα
και μ’ένα ερώτημα πάντοτε να κρέμεται από τα ακρόχειλα τους.

Που να γυρίσουν το βλέμμα;
Ποιός ορίζοντας να κρύβει άραγε την αλήθεια του αύριο;

...μέσα στις φλέβες τους κρύβουν τα όνειρα τους,
τα κορίτσια φοράνε τις τρύπιες κουρτίνες για νυφικό,
τα αγόρια κοιτάζονται μέσα στους καθρέπτες της άρνησης και παλεύουν τις σκιές που τους κυνηγούν. Μόνο έτσι μπορούν ν’ αντέχουν τις γυμνές νύχτες που τα κρατούν άγρυπνα...

Πόση αλμύρα χωρά μέσα σ’ένα δάκρυ παιδικό!!!

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

Ήταν μια νύκτα γεμάτη φθινόπωρο. Μια μάχη μεταξύ Αιόλου και Ποσειδώνα είχε ξεσπάσει. Ο ουρανός φοβήθηκε, σκοτείνιασε, και βάφτηκε στο απόλυτο μαύρο για να μην τον βρουν. Η θάλασσα ταράχτηκε. Θύμωσε και φούσκωνε. Φούσκωνε, ψήλωνε και πάσχιζε να χυθεί έξω, στην άμμο. Βουτούσαν στην υγρή, αγριεμένη αγκαλιά της οι Θεοί και εξαφανίζονταν. Κτυπούσαν τα πόδια τους στην άμμο και ορθοκόρμιζαν. Ανέβαιναν ψηλά και τόνοι νερού έτρεχαν σαν χείμαρροι από τα μαλλιά τους. Φυσούσε ο Αίολος και ξεπηδούσαν από τα γένια του Ποσειδώνα, φύκια, κοχύλια και καβούρια. Ανάδευε την τρίαινα του ο Ποσειδώνας κι άνοιγαν τα νερά. Άνοιγαν, ψήλωναν, αγκάλιαζαν τον άνεμο, τον φυλάκιζαν και κυλιόντουσαν πάνω στο υγροσέντονο. Έφταναν στην αμμουδιά και διαλύονταν με ένα δυνατό παφλασμό, γεμίζοντας την με χιλιάδες άσπρα προβατάκια.

Ο Σταυρινός και η Ελπίδα εκείνη τη νύκτα, είχαν πιει λίγο κρασί παραπάνω. Αναψοκοκκίνισαν τα μάγουλα τους και αποζητούσαν την ανάσα του δροσερού και κρύου αέρα για να τους δροσίσει. Μια πρωτόγνωρη κάψα έζωνε τα δυο κορμιά τους. Το αίμα τους κόχλαζε από νιότη και ερωτισμό που ξύπνησε μέσα τους, απαιτητικός.
Έτσι δεν δίστασαν να κατεβούν και ξυπόλυτοι να τρέχουν στην υγρή άμμο, κυνηγώντας φαντάσματα και πλάθοντας ιστορίες που δήθεν έγραφαν τα κύματα.

Σαν υγρή αρένα, που πάνω της πάλευαν χιλιάδες άνδρες, είδε την θάλασσα με τα μάτια της καρδιάς του ο Σταυρινός. Κτυπιόντουσαν, μάτωναν, σφαγιάζονταν για τα μάτια μιας γυναίκας. Μαυρομαλλούσας, πυκνοφρυδούσας, με στήθη σφιχτά, ίσα με μια γροθιά. Οι γοφοί της ζεστοί, πέτρινοι και ολόασπροι, όπως ο αφρός του γάλακτος την ώρα που αρμέγεται το βυζί μιας βουνίσιας αγριοκατσίκας. Ο νικητής θα την έκανε δική του, γι’αυτό και ο αγώνας ήταν τόσο σκληρός.

Και λέγοντας αυτά ζήτησε από την Ελπίδα τη δική της γνώμη.

Η Ελπίδα πήγε λίγο παραπέρα και με βραχνή φωνή σιγανομουρμούρισε, αφήνοντας τα λόγια της να τα πάρει ο αέρας,

- Απόψε η θάλασσα είναι σαν γυναίκα που καίγεται από πάθος και πόθο για καθαρό, γνήσιο και βαρβάτο αρσενικό. Κτυπιέται και βογκά για άγγιγμα και βυθίζεται στις φαντασιώσεις από τα χυδαία λόγια που τις ψιθυρίζει ο άνεμος, καθώς τη φιλά στο αυτί.

Οι λέξεις ταξίδεψαν στον αέρα, και όπως ήταν γεμάτες θάλασσα, έφτασαν στα αυτιά του Σταυρινού και του δημιούργησαν υγρές φαντασιώσεις. Γύρισε προς το μέρος της Ελπίδας και την είδε στα μάτια. Χρύσιζαν στο τελευταίο φως του φεγγαριού, καθώς έτρεχε να κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα που πύκνωναν, και είχαν ήδη αρχίσει να ψιλοστάζουν.

Αμαζόνα μυθική φάνταζε στα μάτια του. Σαν φίδια ριγμένα στον ώμο τα μαύρα της μαλλιά, γαϊτανόφρυδη και μάτια μαχαίρια. Το άσπρο της πουκάμισο είχε βραχεί και τα στήθη της διαγράφονταν ολοκάθαρα και προκλητικά. Τον κοίταζαν με μια ξεδιάντροπη χυδαία ματιά και τον προκαλούσαν να τα γευτεί. Έτρεξε και την πήρε αγκαλιά ρουφώντας τα κερασένια της χείλη, ενώ τα χέρια του την έγδυναν σχίζοντας τα εσώρουχα της. Δεν είχε καιρό για χάσιμο και αβρότητες. Εδώ και τώρα το αρσενικό ζώο που ξύπνησε μέσα του απαιτούσε να γευτεί θηλυκή καυτή σάρκα. Η Ελπίδα είχε παραδοθεί στα χέρια και τις ορέξεις του και ανταποκρινόταν σαν λυσσασμένο ζώο τον καιρό του ζευγαρώματος.
Κυλίστηκαν στην άμμο και κτυπιόνταν προσπαθώντας να διεισδύσουν όσο πιο βαθιά μπορούσαν ο ένας στον άλλο, να γίνουν ένα σώμα, μια ψυχή. Ένα μεγάλο κύμα ήρθε και έσκασε απάνω τους, σκεπάζοντας τα δυο κορμιά, την ίδια ώρα ακριβώς που σταμάτησε ο χρόνος. Σαν ηφαίστειο την ώρα που εκρήγνυται ήταν η αποκορύφωση τους και λάβα καυτή έτρεξε από τα σωθικά τους χαρίζοντας τη λύτρωση από το παράφορο πάθος.

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

ΙΟΚΑΣΤΗ



Το κεφάλι του άρχισε να βουίζει. Βούιζε, και ένα αεράκι σηκώθηκε από μέσα και του πάγωσε το μυαλό. Βούιζε, πάγωνε, φούσκωσε το μυαλό τόσο, που δεν το χωρούσε μέσα το κεφάλι. Άνοιξαν οι ραφές των κοκάλων στο κρανίο και τινάχτηκε στον αέρα. Τινάχτηκε αλλά, δεν ήταν μυαλό. Ένα σμήνος ήτανε. Ένα σμήνος από άγριες σφήκες. Στάθηκαν για μια στιγμή μετέωρες στον αέρα και μετά όρμησαν όλες μαζί στο πρόσωπο του. Μπήκαν στο στόμα, στα ρουθούνια και του κεντρούσαν ανελέητα το πρόσωπο. Το κέντρισαν, το δάγκωσαν. Γέμισε δηλητήριο το πρόσωπο του. Πρήστηκε, φούσκωσε και τεντώθηκε το δέρμα του. Άκουγε καθαρά το τρίξιμο από το δέρμα που έσκαγε. Έσκασε ολόκληρο. Βυθίστηκε στον ακραίο πόνο. Ημέρεψε. Ημέρεψε ο πόνος και ένα ζεστό μούδιασμα τον συνεπήρε.

Η καρδιά του μαρμάρωσε. Είδε τεράστια καρφιά να τη σημαδεύουν. Ο Σταυρινός άνοιξε τα στήθη του. Φάνηκε γυμνή, γεμάτη χαρακιές. Έμεινε μόνη. Μόνη και αβοήθητη. Εγκαταλειμμένη. Προδομένη. Πάγωσε. Έγινε άκαμπτη. Ράισε στο πρώτο καρφί! Άνοιξε στο δεύτερο! Γέμισε καρφιά. Γέμισε ο αέρας κομμάτια σάρκας από καρδιά.

Η ψυχή τρόμαξε. Αυτή, δεν είδε σφήκες. Δεν είδε καρφιά. Είδε μορφές. Είδε ψυχές. Είδε σκιές να κυνηγάν τον Σταυρινό. Είδε σκιές να ορμάνε επάνω του χωρίς ίχνος από οίκτο. Πρώτη σκιά, η πιο μαύρη, ήταν μιας ξεδοντιασμένης γριάς. Πιο πίσω η μητέρα του, ο πατέρας του, η Ελπίδα, ο Κύπρος, ο Ευαγόρας, η Ιοκάστη, και πιο πίσω ένα σωρό αέρινες μορφές, που μόλις είδαν αφύλακτη τη ψυχή του όρμησαν. Όρμησαν να την κατασπαράξουν. Την άγγιξαν και πόνεσε. Γλίστρησε. Έπεσε. Την ποδοπάτησαν και έλειωσε. Της φύσηξαν και εξανεμίστηκε. Ανέβηκε ψηλά. Είδε ακόμα πιο καθαρά. Πιο πίσω μαζί τους μια μικρή σκιά που κρατούσε από το χέρι ακόμα μια, πιο μικρή. Τρόμαξε. Πέταξε ακόμα πιο ψηλά. Τόσο ψηλά που χάθηκε. Έσβησε στο μαύρο του ουρανού.

Πόσος πόνος! Πόση αγωνία! Απόγνωση! Απελπισία! Μιζέρια!

Όλα μαζί του φώναζαν. Έλα...έλα...ένα ακόμα βήμα. Πόσο δυνατή ήταν η σιωπή που φώναζε, έλα...έλα. Κουράστηκε. Λύγισε. Δεν αντιστεκόταν. Ακολούθησε! Ένα βήμα και βρήκε τη λύτρωση. Μπήκε στον δικό του κόσμο. Ω , Θεέ μου, τι γαλήνη! Τι γαλάζια ηρεμία!

Ο Σταυρινός δεν πρόσμενε την επόμενη αυγή. Δεν άκουσε τους πρώτους, ανεπαίσθητους, πρωινούς ήχους. Δεν άκουσε τα πρώτα γαυγίσματα, το πρώτο μακρινό λάλημα του πετεινού, την πρώτη κόρνα. Δεν άκουσε το σκυβαλοφόρο και τα πρώτα ανθρώπινα βήματα. Δεν άκουσε τη φύση που καλημέριζε τις πρώτες ακτίνες του ήλιου! Ποτέ του δεν άκουσε. Δεν άκουσε και δεν είδε το νοσοκόμο που του έβαλε την πρώτη του άσπρη μπλούζα, αυτή που δένει με σφικτό κόμπο από πίσω

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΑΓΝΩΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ


Ωδή στην Άγνωστη!!!

Αναπνέοντας σε...

Χρυσό βέλος
στις αισθήσεις μου, καρφώνεις.
Γλυκόπικρο φαρμάκι στις φλέβες μου χύνει.ς
Αργά μα σταθερά, τη θέληση μου Εσύ, ναρκώνεις.

Αναπνέοντας σε...

Όλα τυλιγμένα σε μια θαμπή πάχνη ονείρου.
Τα μέλη του σώματος μου, δεν μου ανήκουν.
και μέσα απ’το όνειρο αναδύεται η κόρη
που οι Τιτάνες, έχουν γεννήσει.

Αναπνέοντας σε...

Ένα παγωμένι χέρι μου σφίγγει τη καρδιά.
Μια γροθιά μου χτυπά το στομάχι.
Με άδεια μάτια, το άδειο κοιτώ
και γύρω φωνάζει μια πρωϊνή, Κυριακάτικη σιωπή.

Αναπνέοντας σε...

Της λύπης τη γεύση, έχω στο στόμα.
Τα στερημένα από της κόλασης τα πάθη
ωσάν φρικιά ξεπηδούν και
σε μαγεμένες φλογέρες φυσούν.
Ενώ η μπαλάντα των στεναγμών ηχεί στα αυτιά μου
Κι’εγώ να προστρέχω σε ειδωλολάτρες ναούς
και σπονδή,σε πλάνους Θεούς να αναπέμπω.

Αναπνέοντας σε...

Ο αέρας δε σταματά να φεύγει μακρυά από εσένα.
Κι’εγώ, μια σταγόνα,σαν κόκκινο αίμα, έξω από τη σφαίρα.
Εγκλωβισμένος σε Διονυσιακή γιορτή, στο παραλήρημα
σπονδή και θυσία στη μαρτυρική ηδονή.

Αναπνέοντας σε...

Η νύκτα μόνη, παγωμένη, υγρή.
Το άρωμα σου βαρύ
τα πνευμόνια μου έχει γιομίσει.
Ο πόνος βουβό.ς
Η σκέψη σου λεπίδα.
Η οπτασία σου, στοιχειό.
Τα μάτια νεκρά και η νύκτα
υγρή και μούχλα ,μου μυρίζει.
Απλώνω το χέρι
Μα είναι μονάχα της ψυχής μου η σκιά
Πως τρεμουλιάζει, η καρδιά
σαν με αναγνωρίζει.

Αναπνέοντας σε...

Θέλω να φωνάξω, το στόμα ανοίγω.
Βγαίνει κραυγή, σαν μελλοθάνατου σπασμός
Διάφανο και άϋλο, απόψε το κορμί μου
Τα ξωτικά ουρές στο σώμα μου ορμάνε
Σάρκα και αίμα θέλουνε να πιούνε
Και αφήνουνε στη αναμονήτ
τη ψυχή μου, σαν τη βρούνε

Αναπνέοντας σε...

Η μυρωδιά σου, με γόρδιο δεσμό μας έχει δέσει
Έγινες συνείδηση.
Σάρκα , που όμως, από σάρκα δεν προήλθες.
Σιωπή που απ’όλες τις πληγές είναι η πιο ηδονική.
Ασυνείδητη, συνείδηση

Αναπνέοντας σε...

Πλάθω εικόνες μαγικές
Νύκτα ..σε παρθενικά λειβάδια
Γυμνή, κοιτάζοντας τον ουρανό
να’χεις τα μάτια σου ανοιχτά
στα χέλια σου κεράσια.
Τα στήθη σου, ορθά
να καρτερούν τη λύτρωση
Και εγώ, γονατιστός, στο πλαϊ σου
με τα χείλη υγρά
στο σώμα σου να γράφω.
Λόγια αγάπης, πόθου
χωρίς σκέψη ή δισταγμό
Έτσι απλά, γυμνά
Και στο βωμό
Το είναι μου, χωρίς αιδώ
Χωρίς φειδώ
Να καταθέτω εαυτόν.

Αναπνέοντας σε...

Και όταν καμπάνες θα ηχήσουν
Στο πρόσωπο σου
Ένα δάκρυ θα κυλίσει
αλμυρό
στοο στόμα μου
Ανθόνερο, η γεύση που θα αφήσει

ΤΟ 'ΙΟΚΑΣΤΗ' ΣΤΗΝ ΠΑΦΟ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Οι ‘βιβλιοεκδόσεις Αναζητήσεις’ σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του συγγραφέα Γιάννου Λαμπή
‘ΙΟΚΑΣΤΗ’
Το έργο θα προλογίσει η διευθύντρια των Αναζητήσεων. κα Μαρία Στυλιανού και την ανάλυση θα κάνει ο συγγραφέας - δημοσιογράφος κ. Μάκης Αντωνόπουλος
Τρίτη, 1η Ιουνίου 2010 και ώρα 7.30 μ.μ στη αίθουσα της Στέγης Γραμμάτων, στη Πάφο.
Τηλ. 25561963, 99692639

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Κριτική του μυθιστορήματος ΙΟΚΑΣΤΗ


ΓΙΑΝΝΟΥ ΛΑΜΠΗ: ΙΟΚΑΣΤΗ

Γράφει ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ

Είναι με μεγάλη μου χαρά που διάβασα το βιβλίο του Γιάννου Λαμπή, ΙΟΚΑΣΤΗ. Αφενός γιατί η ιστορία, ως αυθύπαρκτη έμπνευση, ξεχειλίζει από αλήθειες, αφού, λίγο ή πολύ, όσα εκτυλίσσονται στα έγκατα της συμβαίνουν και έξω, στην ψυχή μας, στην γειτονιά μας, στην πόλη μας, στην πατρίδα μας, αλλά και στην άλλη μεριά του κόσμου. Αφετέρου δε γιατί, ο τρόπος που γράφει ο συγγραφέας είναι ενδιαφέρων: πλούσιο λεξιλόγιο, κοφτές φράσεις, έξοχες παρομοιώσεις και μια φωσφορίζουσα, θα μπορούσα να πω, κομψότητα. Η περιπέτεια του κεντρικού ήρωα, καθηλωτική. Δεν σε αφήνουν να ανασάνεις οι ανατροπές, ως επί το πλείστον δυσάρεστες, καίγεσαι, σαν κερί, με την εγκατάλειψη της Αμμοχώστου γιατί σου φέρνει προσωπικές μνήμες στο μυαλό, δένεσαι με την οικογένεια Πιμεντέλ, πότε κρύβεσαι στην τσέπη του Σταυρινού και πότε στο ριχτό φόρεμα της Ιοκάστης. Θεωρώ ότι στο μυθιστόρημα αυτό συνυπάρχουν, σε αρμονική διάταξη, η αγάπη και η φθορά της, ο έρωτας και οι δονήσεις του, ο πόνος και οι παρενέργειες του, η μοναξιά και τα σκαμπανεβάσματατης, η ευκολία με την οποία από το ζενίθ κατρακυλάμε στο ναδίρ, αλλά, ας το σημειώσω έντονα, και η άγραφη κυνικότητα που κυριαρχεί στο σωματεμπόριο, που είναι γάγγραινα στο πόδι της ανθρωπότητας. Δεν είναι, λοιπόν, εύκολο να αφήσεις στη μέση το διάβασμα, ούτε να αποσπαστεί η προσοχή σου. Ο συγγραφέας καταφέρνει, ίσως με ευφυή τεχνάσματα, να διατηρεί τους χαρακτήρες του, καλούς και κακούς, στο κέντρο της καταιγίδας η οποία δεν πρόκειται να χαριστεί σε κανέναν. Βέβαια, κοντά στις αναπόδραστες εξελίξεις υπάρχει και η γριά-μαμή , που φαίνεται να αποτελεί πηγή μαρτυρίων. Έτσι κι'αλλιώς, ο Σταυρινός και η Ιοκάστη ενώνουν τις τραγωδίες τους- τουλάχιστον στην αρχή. Αυτός είναι μόνος και βουτηγμένος στα προβλήματα. Αυτή είναι μόνη και βουτηγμένη στα προβλήματα, και επιπλέον, στο όνομα της τέχνης της Τερψιχόρης, παρασύρεται από τα λάγνα λόγια μερικών και έρχεται στην Κύπρο όπου ανακαλύπτει με σπαραγμό ότι η Τερψιχόρη (της ) θα πλαγιάζει με άντρες που συμπεριφέρονται σαν ζώα και με ζώα που συμπεριφέρονται σαν άντρες. (...) Έτσι μαζί με την εξουσία, ο σενιόρ Πιμεντέλ έχασε τη δουλειά του, τη δύναμη, το σεβασμό και οι λίγες οικονομίες που είχε εξανεμίστηκαν στο πι και φι, αφού η νέα σύντροφος του είχε τον τρόπο και τα μέσα να τον κάνει να ξοδεύει αλόγιστα για να βοηθήσει τη δική της οικογένεια . Άλλωστε, αυτός ήταν και ο αρχικός σκοπός της ( σελίδα 31 ).
(...) Μπαίνοντας στο γραφείο ο Σταυρινός ήταν σχεδόν σίγουρος ότι κακό θα άκουγε. Η αμηχανία των γιατρών και το μούδιασμα που ένοιωθε σε όλο του το κορμί ήταν σ'αυτόν, καθαρό σημάδι ότι κάτι τους έκρυβαν.
Δεν πρόκειται να σας μιλήσω με υπεκφυγές και μισόλογα, είπε ο γιατρός ( σελίδα 119 ).
Υπάρχει, λοιπόν, μία κλωστή που ενώνει τις δύο ιστορίες του Λαμπή, αλλά και μια άβυσσος που χάσκει ανάμεσα τους. Τελικά, η μόνη, προφανώς, που επιβιώνει πραγματικά είναι η αξιοπρέπεια, η οποία είναι μέγεθος υποκειμενικό. Όπως είναι μέγεθος υποκειμενικό και η φιλία, αν και, και για να μην πυροβολήσω την περιέργεια σας, θα αποφύγω να το τεκμηριώσω. Θα σας πω απλώς το εξής : αργά ή γρήγορα, όλοι γυρίζουμε εκεί που μας έχει τάξει η Μοίρα, μολονότι εγώ προσωπικά δεν ξέρω τι είναι η Μοίρα.

* Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις βιβλιοεκδόσεις ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ. Σε όλα τα βιβλιοπωλεία.

Η πιο πάνω κριτική δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ στις 17/03/2010

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

σκέψεις που πετάνε σαν κυνηγημένα φύλλα από κάποιο φθινοπωρινό αεράκι....


Τι είναι τελικά, Πατρίδα; ο ορισμός ενός γεωγραφικού τόπου και κάποιες συντεταγμένες στον απέραντο παγκόσμιο χάρτη; Ή μήπως είναι αζήτητη πραμάτεια σε τσιγγάνικα παζάρια;

Πατρίδα είναι μια ανάμειξη διαφόρων στοιχείων, με ιστορία, με χρόνο, γεωγραφία. Είναι μυρωδιές και ήχοι. Είναι χρώματα που θαμπώνουν μεσ’το φως. Είναι οι νοτισμένες ανατολές. Είναι το ποτισμένο με αλμύρα αεράκι που φυσά από τον Απόστολο Ανδρέα και ζωντανεύει στο πέρασμα του τον κάμπο της Μεσαρκάς, γλύφει τις κορυφές του βουβού Πενταδάκτυλου και χαϊδολογιέται με τις πευκοβελόνες του Τροόδους. Γεμίζει με μυρωδιές των λεμονανθών και γίνεται βαρύς λίγο πριν να ξαποστάσει στον κόλπο της Μόρφου.

Πατρίδα είναι, ιδέα. Είναι τραγούδι που κτίζεται λέξη προς λέξη, από την ταπεινή πέννα απάτριδων και γραφικών ποιητών. Είναι ιδέα που δεν χωράει συρματοπλέγματα, ούτε τρομάζει από Δούρειους Ίππους που φέρνουν νέα ήθη και πλαστικές συνήθειες. Δεν αλλοιώνεται στο βάθος του χρόνου από το ξερίζωμα των πλιθαρένιων σπιτιών και την αντικατάσταση τους από στέρεα άψυχα κουτιά από μπετόν.

Γιατί, τι πιο στέρεο από τον ιδρώτα των απλών ανθρώπων; Τι πιο δυνατό από τη φιλία και το σφίξιμο των χεριών των λαών που συναντιόνται στο δρόμο όταν βγαίνουν από τις εκκλησιές και τα τζαμιά; Τι πιο άδολα αγνό από ένα φλιτζάνι καφέ, μια χούφτα ελιές κουμνιαστές και παξιμάδι ζυμωμένο από τις γροθιές της Αλισαβούς και της Αισέ;

Πατρίδα είναι το μουρμουρητό των ίσκιων που κουβεντιάζουν με τον άνεμο, το τραγούδι του νυχτερινού τζίτζικα και η βουή των πλακόστρωτων δρόμων. Πατρίδα είναι οι ριπές του ανέμου που σαν ανάσες δίνουν ζωή σε θύμισες κοινών αγώνων και κρατούν δροσερό το αίμα κοινών θυσιών.

Πατρίδα είναι τα κάδρα - δίχως κορνίζα - που γέρνουν, όρθια, στους τοίχους.

Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Ο συγγραφέας Γιάννος Λαμπής σας προσκαλεί στη παρουσίαση του
βιβλίου ‘ΙΟΚΑΣΤΗ’
που κυκλοφορεί από τις βιβλιοεκδόσεις Αναζητήσεις.
Το έργο θα προλογίσει η διευθύντρια των Αναζητήσεων κυρία Μαρία Στυλιανού και ανάλυση θα κάνει ο συγγραφέας Γιάννης Μελέσιος.
Δευτέρα, 15 Μαρτίου, 2010 και ώρα 7.00 μ.μ στην αίθουσα ‘ΗΛΕΚΤΡΟΝ’ στο ισόγειο του κτηρίου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, στη Λευκωσία.
Τηλ. 25561963, 99692639

Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Γιάννου Λαμπή

Στο βάθος ξεχώριζε η λίμνη, και η Ράνια έμεινε να την κοιτά. Αποξεχάστηκε. Η μαγεία της, την ρουφούσε. Ένα γαλάζιο αστραφτερό και λίγο πιο ψηλά από το ρυτιδιασμένο υγρό πρόσωπο της, να πλανάται ένα γλυκό φως που περιείχε όλα τα χρώματα. Πιο ψηλά ο ουρανός. Ένας καθάριος ουρανός που στο μυστικό του κελάρι, ωρίμαζε μνήμες και θύμησες. Ένας λυγμός της ξέφυγε, που όμως δεν ήταν αρκετός να διαλύσει την πέτρα της θλίψης που της σύντριβε τα στήθη. Έφερε το υφασμένο ταγάρι στην μύτη. Το μύρισε. Οι αναμνήσεις την πήραν από το χέρι και την σεργιανούσαν στα πέρατα του κόσμου, σε κάτι σπηλιές ανήλιαγες μα και τόσο φωτεινές. Χάθηκε στα απόκρυφα στενά δρομάκια του μυαλού και της ψυχής της. Μια χρυσωμένη άχλη πύκνωνε μέσα της. Ένα λεπτό πινέλο ζωγράφισε μια σταλιά από πικρό χαμόγελο στα χείλη της. Ήξερε ότι στα όνειρα σου κανείς δεν μπορεί να σε εμποδίσει να παίξεις, να τρέξεις και να πεις όσα εσύ θες. Γι’αυτό και έπρεπε να ονειρεύεται. Άπλωσε νωχελικά το χέρι και μάζευε τη ζεστασιά από τον ήλιο που είχε απομείνει. Να το στείλει μαζί με τα όνειρα της, στα παιδιά για να ντυθούν. Έρχεται το βράδυ σκέφτηκε, και θα κρυώνουν...