Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Aπόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα "καταραμένο πάθος¨"

Μια παχύρευστη σιωπή είχε απλώσει τα δίχτυα της. Κανένας δεν μιλούσε. Ο Πέτρος και Σοφία καθόντουσαν στη βεράντα και κοίταζαν προς την ανατολή. Ένα άηχο τρίξιμο έκανε τη κορμί τους ν’ ανατριχιάζει. Ένα θαύμα πλαθόταν μπροστά στα μάτια τους. Ο γκρίζος θόλος του ουρανού άρχισε σαν αυγό να ραγίζει, και από μέσα να προβάλει, μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά, μια νέα μέρα. Αναδυόταν μες απ’ το σύθαμπο κουβαλώντας μαζί της την αγέραστη αιωνιότητα της ελπίδας και των ονείρων. Αναδύθηκε αργά και σιωπηλά στο φως και το γρανιτοκόρμι του απέναντι βουνού. Η ακινησία του ανέμου δήλωνε την υποταγή του στον ήλιο που άρχισε να τρέχει μέσα στην άχλη. Χαμογελούσε η γη και κάποιοι λιπόσαρκοι θάμνοι ξύπνησαν κι άρχισαν το κουβεντολόι με τα πετούμενα. Είχαν πολλά να πούνε. Σιωπούσαν μόνο για να αφουγκραστούν το τρίξιμο της γης και το τίναγμα του χώματος από τα κεφαλάκια των αγριολούλουδων που πετάγονταν άτσαλα στο πρώτο ζεστό άγγιγμα του ήλιου.

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Οπτασίες …
Μύριζε σάπια φύλλα και θειάφι η βροχή
Βυθίστηκα μέσα στο υγρό πέπλο των ονείρων μου
Ρούφηξα αχόρταγα το γλυκόπικρο νέκταρ
Καρπός απ’ την σελήνη
Κολύμπησα μέσα στις φωτιές
Ρίγησα καθώς περνούσε πλάι μου
Χωμένος σε αόρατα μάτια
Ξεψύχησα ζητιανεύοντας
Μια σταγόνα μέρας
κι’ ένα νύχι νύχτας.