Ο ποιητής
Αργά το βράδυ χθες
Μπήκε στη πόλη, ένας άγνωστος.
Είχε γόνατα από ξύλο
Έτριζε και δεν μιλούσε.
Άλλοι τον είπανε μουγκό
Μα οι πιο πολλοί, τον φώναξαν τρελό.
Είχε στο λαιμό περασμένη μια θηλιά
Φτιαγμένη από λεπτή, τρίχινη κλωστή.
Στην άλλη άκρη είχε δεμένο το φεγγάρι.
Μέχρι να βρει τον πιο βαθύ γκρεμό
Τον πρόφτασε ο ήλιος.
Πέταξε τα ρούχα του και άνοιξε μια ομπρέλα
Ξάπλωσε στη μέση της πλατείας και καρτερούσε
Αρχίνησε να βρέχει.
Πέταξε την ομπρέλα και τραύλισε,
- Ο πρώτος του στίχος-
Έπειτα τον φώναζαν... Ποιητή!