Σηκώθηκε και κοίταξε στο καθρέπτη. Το πρόσωπο του αξύριστο, κουρασμένο, και τα μαλλιά του μπλεγμένα. Τράβηξε τις κουρτίνες και το φως τον κτύπησε στα θολά από το ξενύχτι μάτια του. Έφερε βόλτα το βλέμμα στη κάμαρα. Η μοναξιά ξεχειλούσε και τον πάγωνε. Χαμογέλασε πικρά. Για άλλη μια φορά ξύπνησε μόνος στο διπλό του κρεβάτι. Μια δική του επιλογή αφού το πάθος του για τη ρουλέτα ξεχυνόταν αχαλίνωτο από μέσα του. Σαν μια ανάσα που έκαιγε, διέλυε και σύντριβε το λογισμό του. Έκλεισε με τις παλάμες τ’ αυτιά του καθώς όλα τα αντικείμενα του φώναζαν, « Που βρίσκεται η αγάπη »;
Ένα δάκρυ του κύλησε...κι’ όμως την είχε συναντήσει. Από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε ένοιωσε σαν να την γνώριζε από παλιά. Η φαντασία και το όνειρο συναντήθηκαν με τη πραγματικότητα. Λένε ότι το βλέμμα είναι ο καθρέπτης της ψυχής, και δεν μπορούσε να ξεχάσει τον τρόπο που τον κοιτούσε, τότε, η Μαρίνα. Δεν μπορούσε να ξεχάσει τα συναισθήματα που ένοιωσε να τον πλημμυρίζουν τη στιγμή που οι ψυχές τους ενώθηκαν. Ένοιωσε μια θλίψη να τον τυλίγει. Τώρα καταλάβαινε ότι έχασε πολλά πράγματα στην ζωή. Με μια ζαριά ξεπούλησε το δικαίωμα του στην αγάπη και στον έρωτα.