Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013


Γράμμα σε σένα, αδερφέ...

 

Κοιτώ τριγύρω μου. Αφουγκράζομαι. Μυρίζομαι την οσμή του αέρα.
Και τότε αντιλαμβάνομαι, αδερφέ μου, ότι ζούμε αυτές τις μέρες μέσα στη σιωπή της υπομονής και της ευλάβειας. Τη σιωπή της καρτερικότητας και της συντροφικής τρυφερότητας. Εμείς που χρόνια τώρα ζούσαμε μέσα σ’ αυτή τη σιωπή μπορούμε να ακούσουμε τη φωνή της και να την κατανοήσουμε. Να μαγευτούμε από την ομορφιά και τη γλυκύτητα της.

Κοιτώ αυτές τις μέρες τη λαμπρή απλότητα των φωτεινών και διάφανων χρωμάτων που μας χαρίζει ο ήλιος. Αν και χειμώνας, επιμένει να μην κρύβεται πίσω από σύννεφα   και γκρίζες σκιές. Πόσο θα ήθελα, αδερφέ μου, να τον πάρω από το χέρι, έτσι απλά σαν μικρό παιδί, και να τον οδηγήσω στην αλάνα της ψυχής μας. Να τη ζεστάνει και να τη φωτίσει. Να μην μπορούν να κρύβονται στο σκοτάδι, αυτοί που φοβούνται τον ήλιο της αλήθειας. Γιατί, ο ήλιος είναι η θεότητα της αλήθειας και κανένα ψέμα, καμιά αυταπάτη ή πανουργία δεν μπορεί να αντισταθεί στο αποκαλυπτικό του φως. Μας φωτίζει το μονοπάτι, όχι μόνο για να μην φοβόμαστε τις μαύρες σκιές που παραφυλάγουν, αλλά και για να το διαβαίνουμε με αξιοπρέπεια.  Να μας φωτίζει τη διαδρομή του χρόνου και της μνήμης. Μπορεί αυτές τις μέρες να τον απομυθοποιήσαμε, εμείς οι παντογνώστες της αμάθειας, οι πάνσοφοι της ανοησίας και οι λαοπλάνοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν θέλουμε και δεν κατανοούμε πως τα χρώματα του μύθου του, ομορφαίνουν τη ζωή του λαού μας. Γλυκαίνουν τη σκέψη του.

 Αυτές τις μέρες, αδερφέ μου, ζεσταίνομαι με τις ακτίνες του. Και ακούω μέσα από τη σιωπή τους τη φωνή του. Και το παράπονο του. Αυτοί, τον αγνόησαν, και έχουν τους λόγους τους. Μας θέλουν γυμνούς και απομυθοποιημένους για να διαβαίνουμε το μονοπάτι του χρόνου όπως αυτοί επιθυμούν. Και καλά, αυτοί, έχουν τους λόγους τους. Εμείς; Εμείς αδερφέ μου; παρασυρθήκαμε. Δεν ήταν, δυστυχώς, λίγοι αυτοί που είχαν πιστέψει ότι ζούσαν τη πολυτέλεια και τη χλιδή των λίγων. Όμως ήρθαν οι ανατροπές και αποκαλύφτηκε η αλήθεια. Την είδαμε. Τρομάξαμε. Φοβηθήκαμε. Και κουρνιάσαμε στη γωνιά επιτρέποντας τους να μας φορτώσουν το δικό τους έργο. Και αφήνιασαν. Λύσσαξαν αυτοί, που ανακάλυψαν τη αστραφτερή γύμνια τους. Και μέσα στην αγωνία τους έτρεξαν να αρπάξουν οποιοδήποτε κουρέλι. Και μας οδήγησαν στη όχθη της πραγματικότητας. Της σκληρής αλήθειας. Και βλέπουμε τους λάτρεις της παγκοσμιοποίησης, της νέας τάξης πραγμάτων και οικονομίας να παραδίδονται αμαχητί, για ένα κομμάτι κουρελιασμένου ρούχου. Ελάχιστοι είχαν σκεφτεί για το ρούχο της ψυχή μας. Κι  όμως όλα γύρω μας, για το ρούχο της ψυχής μας μιλούν και διδάσκουν.  Τα ρούχα της υλιστικής και πλαστικής παγκόσμιας αγοράς που μας πλάσαραν ως τώρα, είχαν ημερομηνία λήξης. Και οι λαοί δεν ζουν φορώντας αυτό το ρούχο.

Κοιτώ τον ήλιο, αδερφέ μου, αυτές τις μέρες, και τότε συνειδητοποιώ. Οι μέρες αυτές είναι εκείνες που μπορούν να μας διδάξουν την αλήθεια του και την αλήθεια των ανθρώπων. Και να μας ντύσουν με το ρούχο της ψυχής. Και αν εκείνοι δεν το κατανοήσουν γρήγορα, είναι σίγουρο ότι θα δουν τη ζωή και τις μέρες τους να συρρικνώνονται και να μικραίνουν. Αυτοί που φόρεσαν τα πλούσια ρούχα της φθήνιας, θα αρχίσουν να βολεύονται με τα κουρέλια και να ζουν το Γολγοθά , χωρίς Ανάσταση. Εμείς όμως που φορέσαμε το ρούχο της ψυχής δεν φοβόμαστε τη γύμνια. Γιατί, ξέρουμε καλά πως εκεί κρύβεται και η αλήθεια. Και δεν μας τρομάζει η αλήθεια. Γιατί η αλήθεια είναι γυμνή. Όπως γυμνά είναι τα μπράτσα του εργάτη. Όπως γυμνός είναι ο μαστός της μάνας που θηλάζει. 

Αδερφέ μου, ο ήλιος είναι ο πρώτος ηγέτης του κόσμου, όπως ακριβώς ήταν και οι αληθινοί επαναστάτες. Οι επαναστάτες που κρύβονται μέσα σε γυαλιστερά ρούχα και στο σκοτάδι, είναι οι επαναστάτες της κουκούλας και σκιές που φοβούνται τη δύναμη του ήλιου. Τρομάζουν τη γύμνια. Και ο ήλιος, και η αλήθεια δεν κρύβεται πίσω από ιδέες-σκιές.