Μοναξιά
Νύχτωσε και ένα
φεγγάρι πνιγμένο
κουβαλά στις
πλάτες του μια σκοτεινιά υγρή
γεμάτη
ανεκπλήρωτους πόθους και μια πηχτή σιωπή
Τέτοιες βραδιές
είναι που σεργιάνι βγαίνουν οι σκιές
κι απέλπιδα γυρεύουν
να γίνουν σώματα θνητά,
παραμονεύουν
ανάμεσα στα φύλλα μιας αμυγδαλιάς
που δεν πρασίνησε
την Άνοιξη
και ψηλαφίζουν το
σκοτάδι για να ν΄ανταμώσουν
ψυχές θλιμμένες π’ αφήνουν τα βήματα τους στην άμμο
αλλά πριν κάποιος τα βρει και τ’ ακολουθήσει
άπονα τα σβήνει
το φουσκωμένο ακρογιάλι
Τέτοιες βραδιές
είναι που γεμίζει ο αέρας λέξεις,
λέξεις
στοιχειωμένες, πικραμένες
λέξεις που
σαλεύουν, βουβές
λέξεις που
σμίγουν και γίνονται καμβάς
σαν φωτογραφία
ψυχής μεθυσμένης
απ’ το πικρό νερό
της μοναξιάς.