Ήταν μια νύκτα γεμάτη φθινόπωρο. Μια μάχη μεταξύ Αιόλου και Ποσειδώνα είχε ξεσπάσει. Ο ουρανός φοβήθηκε, σκοτείνιασε, και βάφτηκε στο απόλυτο μαύρο για να μην τον βρουν. Η θάλασσα ταράχτηκε. Θύμωσε και φούσκωνε. Φούσκωνε, ψήλωνε και πάσχιζε να χυθεί έξω, στην άμμο. Βουτούσαν στην υγρή, αγριεμένη αγκαλιά της οι Θεοί και εξαφανίζονταν. Κτυπούσαν τα πόδια τους στην άμμο και ορθοκόρμιζαν. Ανέβαιναν ψηλά και τόνοι νερού έτρεχαν σαν χείμαρροι από τα μαλλιά τους. Φυσούσε ο Αίολος και ξεπηδούσαν από τα γένια του Ποσειδώνα, φύκια, κοχύλια και καβούρια. Ανάδευε την τρίαινα του ο Ποσειδώνας κι άνοιγαν τα νερά. Άνοιγαν, ψήλωναν, αγκάλιαζαν τον άνεμο, τον φυλάκιζαν και κυλιόντουσαν πάνω στο υγροσέντονο. Έφταναν στην αμμουδιά και διαλύονταν με ένα δυνατό παφλασμό, γεμίζοντας την με χιλιάδες άσπρα προβατάκια.
Ο Σταυρινός και η Ελπίδα εκείνη τη νύκτα, είχαν πιει λίγο κρασί παραπάνω. Αναψοκοκκίνισαν τα μάγουλα τους και αποζητούσαν την ανάσα του δροσερού και κρύου αέρα για να τους δροσίσει. Μια πρωτόγνωρη κάψα έζωνε τα δυο κορμιά τους. Το αίμα τους κόχλαζε από νιότη και ερωτισμό που ξύπνησε μέσα τους, απαιτητικός.
Έτσι δεν δίστασαν να κατεβούν και ξυπόλυτοι να τρέχουν στην υγρή άμμο, κυνηγώντας φαντάσματα και πλάθοντας ιστορίες που δήθεν έγραφαν τα κύματα.
Σαν υγρή αρένα, που πάνω της πάλευαν χιλιάδες άνδρες, είδε την θάλασσα με τα μάτια της καρδιάς του ο Σταυρινός. Κτυπιόντουσαν, μάτωναν, σφαγιάζονταν για τα μάτια μιας γυναίκας. Μαυρομαλλούσας, πυκνοφρυδούσας, με στήθη σφιχτά, ίσα με μια γροθιά. Οι γοφοί της ζεστοί, πέτρινοι και ολόασπροι, όπως ο αφρός του γάλακτος την ώρα που αρμέγεται το βυζί μιας βουνίσιας αγριοκατσίκας. Ο νικητής θα την έκανε δική του, γι’αυτό και ο αγώνας ήταν τόσο σκληρός.
Και λέγοντας αυτά ζήτησε από την Ελπίδα τη δική της γνώμη.
Η Ελπίδα πήγε λίγο παραπέρα και με βραχνή φωνή σιγανομουρμούρισε, αφήνοντας τα λόγια της να τα πάρει ο αέρας,
- Απόψε η θάλασσα είναι σαν γυναίκα που καίγεται από πάθος και πόθο για καθαρό, γνήσιο και βαρβάτο αρσενικό. Κτυπιέται και βογκά για άγγιγμα και βυθίζεται στις φαντασιώσεις από τα χυδαία λόγια που τις ψιθυρίζει ο άνεμος, καθώς τη φιλά στο αυτί.
Οι λέξεις ταξίδεψαν στον αέρα, και όπως ήταν γεμάτες θάλασσα, έφτασαν στα αυτιά του Σταυρινού και του δημιούργησαν υγρές φαντασιώσεις. Γύρισε προς το μέρος της Ελπίδας και την είδε στα μάτια. Χρύσιζαν στο τελευταίο φως του φεγγαριού, καθώς έτρεχε να κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα που πύκνωναν, και είχαν ήδη αρχίσει να ψιλοστάζουν.
Αμαζόνα μυθική φάνταζε στα μάτια του. Σαν φίδια ριγμένα στον ώμο τα μαύρα της μαλλιά, γαϊτανόφρυδη και μάτια μαχαίρια. Το άσπρο της πουκάμισο είχε βραχεί και τα στήθη της διαγράφονταν ολοκάθαρα και προκλητικά. Τον κοίταζαν με μια ξεδιάντροπη χυδαία ματιά και τον προκαλούσαν να τα γευτεί. Έτρεξε και την πήρε αγκαλιά ρουφώντας τα κερασένια της χείλη, ενώ τα χέρια του την έγδυναν σχίζοντας τα εσώρουχα της. Δεν είχε καιρό για χάσιμο και αβρότητες. Εδώ και τώρα το αρσενικό ζώο που ξύπνησε μέσα του απαιτούσε να γευτεί θηλυκή καυτή σάρκα. Η Ελπίδα είχε παραδοθεί στα χέρια και τις ορέξεις του και ανταποκρινόταν σαν λυσσασμένο ζώο τον καιρό του ζευγαρώματος.
Κυλίστηκαν στην άμμο και κτυπιόνταν προσπαθώντας να διεισδύσουν όσο πιο βαθιά μπορούσαν ο ένας στον άλλο, να γίνουν ένα σώμα, μια ψυχή. Ένα μεγάλο κύμα ήρθε και έσκασε απάνω τους, σκεπάζοντας τα δυο κορμιά, την ίδια ώρα ακριβώς που σταμάτησε ο χρόνος. Σαν ηφαίστειο την ώρα που εκρήγνυται ήταν η αποκορύφωση τους και λάβα καυτή έτρεξε από τα σωθικά τους χαρίζοντας τη λύτρωση από το παράφορο πάθος.