Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011
Aπόσπασμα από το μυθιστόρημα 'ΙΟΚΑΣΤΗ'
Σήκωσε το ποτήρι της ψηλά.
- Άσπρο πάτο...
Στράγγιξε και την τελευταία σταγόνα. Έφερε το άδειο ποτήρι μπροστά στα μάτια της. Το κοίταξε και βίδωσε τα πόδια στο πάτωμα . Στάθηκε. Προς στιγμή πήγε να πέσει. Ορθοπόδησε το κορμί, κύλησε η θλίψη και η ντροπή και άφησαν γυμνή την καρδιά της. Το αίμα έτρεχε, έδιωχνε τους ενδοιασμούς και τις αναστολές.
- Είμαι η Ιοκάστη, από το Σάντο Ντομένικο και είμαι...τι είμαι; Μια πόρνη…
Η φωνή της ακούστηκε σπασμένη. Τσαλακωμένη. Σε κάθε τσάκιση και ένας πόνος. Σε κάθε κόχη και μια πίκρα. Οι λέξεις βαμμένες, στο κόκκινο. Στο κόκκινο χρώμα της ντροπής και της απόγνωσης.
- Αυτή είμαι και αυτό προσφέρω... δεν θυμάσαι πού με γνώρισες; ...Σε χρειάζομαι, όμως....φύγε, φύγε μακριά μου, πριν σε πονέσω...
Λύγισε το κορμί. Λύγισε το κορμί και πόνεσε η ψυχή. Έσκουξε και έφυγε από τα στήθη της. Άδειασε καρδιά και κορμί. Βυθίστηκε. Έπιασε πάτο. Γαντζώθηκε στα βράχια και μπλέχτηκε στα φύκια. Ω! Τι γλυκά που φέγγει, το σκοτάδι...
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Μια σπίθα ελπίδας και αισιοδοξίας άστραψε, για λίγο. Είχαν ο ένας τον άλλο. Και οι δυο μαζί μπορούσαν να ζωντανέψουν, αυτή την ανθρώπινη σπίθα που έλαμψε μέσα στη θλίψη και τη μηδενικότητα τους;
*****
Δυο ψυχές. Πώς έγιναν ένα; Μηδενίστηκαν, έλειωσαν και έσμιξαν.
Κατέβηκαν στην αμμουδιά. Η θάλασσα ακίνητη και αρυτίδωτη. Το φεγγάρι, γεμάτο. Το φως, τύλιξε τα δυο νωθρά και μουδιασμένα μυαλά και τα εξανέμισε. Στάθηκαν να κοιτά ο ένας τον άλλο στα μάτια. Κολλημένα τα δυο κορμιά, έμοιαζαν ένα. Τρόμαξαν οι καρδιές. Φούντωσαν. Παλίρροια φούσκωνε τα στήθια τους. Σαν νυκτερίδες τρομαγμένες από κάποιο δυνατό φως, τσίριξαν οι καρδιές. Άδειασαν και μπήκαν μέσα οι ψυχές... αεράκι ακίνητο, μια θύελλα τους τύλιξε. Γέμισε ο αέρας διαβόλους.
Μια σύγκρουση. Μια μάχη πάθους, συναισθημάτων και αγάπης μεταξύ δυο διαφορετικών κόσμων...
Έσμιξαν το πένθος και ο πόνος, με τον πόθο και την επιθυμία. Ζυμώθηκαν με το κρασί. Το μαύρο με το κόκκινο. Κινούμενη άμμος τα συναισθήματα τους. Βούλιαζαν μέσα. Γλυκιά παράδοση, εγκατάλειψη. Ζεστάθηκαν τα νεφρά της Ιοκάστης. Αφέθηκε. Ένα ζεστό, υγρό κύμα τους έβρεξε και τους δύο. Οι ψυχές τους μαζεύτηκαν. Έγιναν ένα κουβάρι και κατέβηκαν πιο κάτω από τη μέση. Έκαιγαν...
Κύλησαν πιο κάτω από το τίποτα. Εξευτελίστηκαν, λερώθηκαν και μηδενίστηκαν. Ταπεινώθηκαν. Αλλοτριώθηκαν. Δεν τους άγγιζαν πλέον ενοχές και αναστολές.
Αποτραβήχτηκε η Ιοκάστη. Με μια κίνηση, έμεινε γυμνή,
- Έλα...έλα, του φώναξε, και άρχισε να τρέχει σαν αύρα στην αμμουδιά. Οι γοφοί της γυάλιζαν καθώς έσφιγγαν και ιδροκοπούσαν. Τα στήθη της, δυο λόφοι και λίγο πάρα κάτω ο τόπος της σταύρωσης. Ανέμενε και εκλιπαρούσε για τον δικό της σταυρό, να την λυτρώσει...
Ο Σταυρινός, υπάκουσε. Έμεινε γυμνός. Σταυρός φάνταζε η γύμνια του, στο αντιφέγγισμα του ουρανού. Το ζώο ξύπνησε μέσα του. Σαν κριάρι που βρωμοκοπά αρσενικό, στο ζευγάρωμα, έτσι μύριζε ο ιδρώτας που τον έλουσε. Άρχισε να τρέχει. Να τρέχει για να την προφτάσει, μην τυχόν και σβήσει σαν όνειρο...
Τα δυο κορμιά κυλίστηκαν στην υγρή άμμο. Τα γκρίζα, πέτρινα λαγόνια της λαμπύριζαν. Σαν άλογο χλιμίντριζε ο Σταυρινός. Αφρός έτρεχε από τα ρουθούνια του. Με ένα σάλτο και θα βυθιζόταν στο κενό, μαζί της...
- Έλα...έλα, του είπε.
Έσκυψε ο Σταυρινός και είδε, μύρισε και άγγιξε. Ο ιδρώτας της, η ανάσα της, η μυρωδιά του κορμιού της, τον τύλιξαν. Τον τύλιξαν και ζαλίστηκε. Μέθυσε και βάλθηκε να αναπνέει και να γεύεται όσο περισσότερο μπορούσε. Η ψυχή του αγαλλίασε. Δεν χόρταινε.
Αφέθηκε η Ιοκάστη. Ίδρωσε και ύγρανε το κορμί της όσο περισσότερο μπορούσε. Ήθελε να τον χορτάσει και να του δώσει από το νέκταρ της να πιει, να ξεδιψάσει, για να μπορέσει και αυτή να πάρει περισσότερο...
Κυμάτισε το κορμί της. Σπαρτάρισε και ρίγησε. Ανατρίχιασε η ψυχή της, τον πήρε από τους ώμους. Τον κοίταξε στα μάτια. Τον μύρισε και γεύτηκε τον ιδρώτα του. Άνοιξαν οι κήποι του παραδείσου...
- Τώρα...Σταύρωσέ με. Λύτρωσέ με...σημάδεψέ με, με το άγγιγμα του πεπρωμένου...
Φώναζε δυνατά και εκλιπαρούσε, η Ιοκάστη.
Άνοιξαν οι ουρανοί. Το φεγγάρι κοκκίνισε. Χιλιάδες Άγγελοι παιάνιζαν. Τι γλυκιά μελωδία!
Οι δυο ψυχές έγιναν μία! Έγιναν φωτιά. Μια φωτιά, που έκαιγε τα δυο κορμιά. Τα έκαιγε θυσία, ζητώντας λύτρωση και σωτηρία....σαν τόξα τεντωμένα κύρτωσαν τα δυο κορμιά...καμπάνες ακούστηκαν και ένα δάκρυ κύλησε. Έπλυνε τις δυο ψυχές. Καθάρισαν και λαμπύριζαν μέσα στα βρωμισμένα κορμιά, σαν αστέρια σε καθάριο ουρανό.