Νύχτωσε νωρίς
μα τα όνειρα έμειναν ψηλά, αλήτες
να γυροφέρνουν σβησμένα φεγγάρια.
Ανθρώπινα μάτια κλειστά, μην τρυπώσουν αλήθειες
κι’ αυτομολήσουν οι πόθοι και τ’ άλικα πάθη.
Μυρίζει ο φόβος στον ιδρώτα τους.
Χωρίς ονείρατα και ξεσπάσματα,
ούτε νερό, ούτε αίμα.
Στα σκασμένα τους χείλη
μόνο η γεύση από το μαύρο γάλα
που ποτίζουν τη γη.
Στο ματωμένο τους στήθος
ένας σβησμένος κεραυνός,
Ο μαύρος χρησμός.
Γιάννος Λαμπής