Όνειρο...
Αποκοιμήθηκα, σε ξύλινο παγκάκι
και είδα να μετράν το σώμα μου
σκελετωμένοι ρασοφόροι.
Φορούσαν ράσα από χρυσό
και χόρευαν ξετρελαμένοι.
Κτυπούσανε το ξυλουργό
γρήγορα να τελειώνει το
μαύρο κουτί από ξύλο καρυδιάς,
και του δώσανε καρφιά
μεγάλα, μαύρα γυριστά
για να σφραγίσουνε καλά.
Φοβόντουσαν οι δαιμονισμένοι
μήπως και ξυπνήσω
και χάσουνε τα κόλλυβα,
πρόσφορο δεν χαρούνε.
Αντί για ψάλτες
φέρανε μοιρολογήτρες.
Η πιο γριά, με δόντια σάπια
άνοιξε το δεφτέρι της, έσκυψε και μου πε
Κοίτα πως πέφτουν τα φύλλα
απ΄τα κλαδιά, σαν κουραστούν
και ξεραμένα κείτονται
στην άκρη του σκονισμένου δρόμου
έτσι και συ μια χούφτα θα γενείς
πριχού σε θάψουνε ακόμη...