"Ψάξε μέσα στη σιωπή μου"
Ανάλυση του βιβλίου από το Άριστο Τσιάρτα
( Προιστάμενος αρχής κατά των διακρίσεων)
Τα
παιδικά χρόνια αποτελούν προνοµιακό πεδίο για τη λογοτεχνία, που ανακαλύπτει
συχνά µια πολύ ισχυρή φλέβα στην επικράτειά τους. Είναι άλλο όµως οι
παιδικότητα και οι εικόνες της ξεγνοιασιάς ή ακόμα του τραύµατος και άλλο η λογοτεχνική μεταφορά της παιδικής ηλικίας πέντε ανήλικων παρατημένων παιδιών σε
κεντρική αφηγηµατική σκηνή, Ιδίως όταν τα πάντα περιστρέφονται γύρω από την εκμετάλλευση, την εμπορία και τη δουλεία απέναντι σε πέντε μικρά παιδιά που μόλις αρχίζουν να ψηλαφίζουν τον εαυτό τους και τον κόσμο.
Ο
Λαμπής με το μυθιστόρημα του <Ψάξε μέσα στη σιωπή μου> μας εισάγει στον κόσμο του παιδικού τραφικινγκ χωρίς
να αφήνει υποψίες για στροφή του προς μια λογοτεχνία εμπορικών
στόχων αλλά και χωρίς να επιδιώκει την αναγνώριση του κοινού μέσω της προσαρμογής
στις δικές του ευαισθησίες και προσληπτικές δυνατότητες.
Αυστηρά
προσηλωμένος στη δύναμη της γραφής του,
μας προκαλεί επίσης να
αναστοχαστούμε σ ένα βαθύτατα κοινωνικό φαινόμενο, σένα εμβληματικό κόσμο
ανομίας και ατιμωρησίας που δοκιμάζει
των πολιτισμό των ατόμων και των κοινωνιών. Αλλά και να aναλογιστούμε για τα φαινόμενα που
μπορεί να αναπτυχθούν σε μια κοινωνία ανάλγητη και απαθή όταν αποδυναμώνονται
τα αντανακλαστικά περιφρούρησης πολύτιμων κοινωνικών αγαθών όπως η προστασία
της παιδικότητας και της αξιοπρέπειας.
Επιλέγοντας
το συγκεκριμένο θέμα ο συγγραφέας ανοίχτηκε
σε περιοχές λογοτεχνικά ανεξερεύνητες,
μέχρι σήμερα, για να μας μεταφέρει τους κανόνες και τον άγριο μικρόκοσμο τους.
Ένα κόσμο άξεστο, χωρίς συστολές και
αναστολές.
Είναι
προφανές ότι ο συγγραφέας μελέτησε πολύ
πριν τη συγγραφή. Έψαξε με πάθος και για αρκετό καιρό το θέμα της παιδικής εμπορίας και
εκμετάλλευσης. Η δική του λογοτεχνική διαπραγμάτευση της εμπορίας προσώπων χαρακτηρίζεται
από πληρότητα, αφού αφορά σε όλες τις
σύγχρονες της εκφάνσεις και μεταλλάξεις.
Η προβολή της παιδικής εκμετάλλευσης καλύπτει όλες της τις διαστάσεις.
Διαστάσεις που δείχνουν ότι το νήμα του φαινομένου του παιδικού τραφικινγκ
είναι αιμάτινο και το κουβάρι μπερδεμένο.
Γνωρίζοντας
προσωπικά το συγγραφέα για πολλά χρόνια θα λεγα
ότι το βιβλίο αυτό δικαιώνει την επιλογή του να αναζητεί κάθε βράδυ,
εσώκλειστος των λέξεων, το ύφος του να παλεύει να το κερδίσει με καιρό και με
κόπο. Δικαιώνει ταυτόχρονα και την
άποψη του ότι στο λογοτέχνη εκτός από
την κλήση και την έμπνευση χρειάζεται
σκληρή δουλειά και αδυσώπητη πειθαρχία.
Πάντως, το, Ψάξε
μέσα στη σιωπή μου, λόγω των λογοτεχνικών του αρετών και γνωρισμάτων, της
αφηγηματικής δεξιότητας του συγγραφέα
αλλά και της αναπόφευκτης
κριτικής του δριμύτητας, ξύνει πληγές. Και τις ξύνει επίτηδες. Κατά έναν τρόπο,
καλά κάνει. Η λογοτεχνικότητα της γραφής του Λαμπή εκφράζει κάτι που μόνο μ΄ ένα ουρλιαχτό οργής
θα μπορούσε να εκφραστεί. Αφυπνίζει την προγραμματισμένη και ανέμελή ζωή μας. Προκαλεί
τη σιωπή μας. Υπερ αυτής της εκδοχής
φαίνεται να συνηγορεί και ο προτρεπτικός τίτλος του βιβλίου με την εξήγηση του
στο οπισθόφυλλο.
Η προσέγγιση αυτού του αδυσώπητου και αμείλικτου κόσμου του παιδικού τραφικινγκ
φέρνει στο νου τους στίχους του Καρυωτάκη και τα Νηπενθή:
Δικά μου οι στίχοι/απ΄το
αίμα μου παιδιά…
Μα και την τελευταία
ζοφερή σκηνή στις Μαριονέτες του Μπέργκμαν όπου ο παγιδευμένος ψυχικά πρωταγωνιστής για να δηλώσει τη
συντριβή του επαναλαμβάνει μονότονα «Όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί».
Ο
αφηγηματικός λόγος του Λαμπή είναι τριτοπρόσωπος. Ξεκινά με το αδικαίωτο μιας προσωπικής αγάπης
και μας οδηγεί βαθμιαία στον ανηλεή ζοφερό κόσμο της κόλασης. Αυτόν της
εμπορίας και της εκμετάλλευσης πέντε εγκαταλειμμένων παιδιών. Των ψυχικών και
σωματικών βιασμών, των διαστροφών, των απαγωγών, των ξυλοδαρμών, των
ναρκωτικών, της σεξουαλικής
κακοποίησης, της εκπόρνευσης και της
δουλείας. Των δολοφονιών για την
αφαίρεση και εμπορία της καρδιάς και των νεφρών.
Όπως
κυνικά λέει ο έμπορος Πιάλ όταν κάνει τη συναλλαγή της πώλησης παιδιών και
ανθρώπινων οργάνων < Θα πάρετε το
αγόρι και δύο κορίτσια. Σας συμφέρει. Παίρνετε έξι φρέσκα νεφρά, και αρκετά
άλλα ανταλλακτικά.>
Ο
συγγραφέας με αυτό του το έργο δείχνει ότι διάγει μιαν περίοδο συγγραφικής ωρίμανσης. Μοιάζει να έχει
διανύσει μια αδιόρατη δημιουργική πορεία, αναντίστοιχη με το χρόνο που μας
χωρίζει από την προηγούμενη δουλειά του. Σε αυτό του το βιβλίο δοκιμάζει τις
αναντίρρητες λογοτεχνικές του δυνατότητες. Τις δοκιμάζει όμως στις παρεμβατικές κοινωνικές τους λειτουργίες.
Σε
αυτό το βιβλίο ο αυθορμητισμός της προηγούμενης συγγραφικής του απόπειρας έχει
μετριαστεί. Ο Λαμπής αν και κινείται με σύνεση, παραμένει τολμηρός χωρίς να χάνει το γνώριμο,
ελεγχόμενο όμως, πυρετό της
συναισθηματικής του έντασης όπως των γνωρίσαμε στην Ιοκάστη. Η έκφραση του εύχυμη, όπως πάντα. Ο συγγραφέας, παρά τον
έντονο κοινωνικό χαρακτήρα του θέματος που πραγματεύεται, αποφεύγει τους
μονομερείς υποκειμενισμούς ενώ δεν επιστρατεύει αναφομοίωτες επιρροές ούτε
και κανένα διδακτικό, διακηρυκτικό ή
δοκιμιακό λόγο για να εξηγήσει ή να διευκολύνει τη μυθιστορηματική αφήγηση.
Το
έργο του είναι πιο επεξεργασμένο και σύνθετο αλλά και πολύ πιο ερμητικό και
σκοτεινό. Η θλίψη, η ανημποριά και η μελαγχολία διαπερνά όλο το βιβλίο, καθώς και μια αίσθηση παγίδευσης και αδιέξοδων,
κλειστών δρόμων, αποτέλεσμα της πραγματικότητας της εκμετάλλευσης ανήλικων
παιδιών. Οι στοιχειωμένες ανθρώπινες τραγωδίες, που ο συγγραφέας μας τις
μεταφέρει σε εικόνες και σκηνές άγρια
υποβλητικές, δεν συγκινούν καθ εαυτές ως
απλά λογοτεχνικά σύμβολα αλλά και ως
στιγμιότυπα ανθρώπινων παθών. Εξάλλου, στη λογοτεχνία τουλάχιστον, οι εικόνες
είναι πιο σημαντικές από τις φιλοσοφικές σκέψεις και οι δαίμονες πιο
ενδιαφέροντες από τους αγγέλους, όσο και αν φοβόμαστε να τους αντικρίσουμε.
Με
τον τρόπο αυτό η πραγματικότητα της παιδικής εκμετάλλευσης δεν είναι πλέον
απωθητική, αλλά κάτι χειρότερο: απειλητική. Τα μικρά παιδιά φοβούνται.
Διαιωνίζουν αβοήθητα το προσωπικό και οικογενειακό τους δράμα. Ο
παρεμποδισμένος και καταδικασμένος έρωτας της Ράνιας και του Σελίμ εξελίσσεται και καταλήγει σε μια τραγωδία.
Όλα τα παιδιά θύματα της εκμετάλλευσης είναι καταδικασμένα στην ολοσχερή ήττα
και τον απηνή διαμελισμό.
Οι
ήρωες του κινούνται σε μια ρευστή και ακαθόριστη
περιοχή χωρίς αναφορά στο χώρο και το χρόνο. Λες και τοποθετούνται σε έναν υπερβατικό και φανταστικό χώρο, που
μετατρέπει τον αληθινό τόπο σε μαγική αφαίρεση, για να του προσδώσει μια
υπερβατική διάσταση, επιτρέποντας στον
συγγραφέα να γεμίσει το εσωτερικό της με όλη την ενοραματική ταραχή του. Το πλαίσιο που
κινούνται πολλά πρόσωπα είναι χαοτικό
και παράλογο. Το σκηνικό περιλαμβάνει
παλιά εργοστάσια, ορφανοτροφεία, φανάρια τροχαίας, μεθοριακές γραμμές όπου μέσα από τη διαφθορά των
τελωνειακών και των αστυνομικών τα θύματα μετακινούνται από χώρα σε χώρα.
Μέσα στο πνιγηρό και
αποξενωμένο από οποιαδήποτε ίχνη φυσιολογικής ζωής μικρόκοσμό τους η
παραληρηματική αφήγηση των ανήλικων
παιδιών βασίζεται μόνο σε μνήμες μιας δύσκολης οικογενειακής ζωής, στο φόβο και
την απειλή. Σε εικασίες και φαντάσματα, στην εξουθένωση, την ήττα,
την αγωνία, το φόβο, τον πόνο, το σακατεμένο ψυχισμό, τη ζοφερή πραγματικότητα του υπόκοσμου των
διακινητών και των εμπόρων.
Η Ράνια, το κορίτσι με
τη μεγαλύτερη έφεση για αναστοχασμό που
κινείται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην αυτοσυνειδησία, την εξέγερση και το
συμβιβασμό, και γι αυτό η πλέον ευάλωτη,
αποκαλύπτει ως εξής τη ματιά της για το μέλλον της, για τον κόσμο που
ζει:
<Μια θάλασσα…μια έρημος είναι το αύριο. Ένα γκρίζο αύριο
χωρίς εποχές… Ένας μύθος καχεκτικός, λιγδιάρης που κυκλοφορεί ανάμεσα σε
στόματα απλήστων…>
Πιο κάτω η έγκλειστη και
απελπισμένη Νιρόσια αναζητεί την αλήθεια. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας < Η Αλήθεια του κόσμου πλανιόταν μέσα
στην κάμαρα. Η πραγματικότητα μιας κοινωνίας ντυμένης με κουρέλια από μυρωδιά αδιαφορίας και εθελοντικά
λησμονημένων ανθρώπων. Εσφιξε τα χέρια της η Νιρόσια. Έπρεπε ν αντέξει την
λεηλασία των ονείρων της>.
Παρακάτω περιγράφονται τα αδιέξοδα<Οι ανήλικες έμαθαν στο κορμί και την ψυχή της ότι δεν έχει χώρο να
σταθεί η αγάπη, δεν έχει γωνιά να κουρνιάσει η ελπίδα. Δεν υπάρχει σιωπή για να
φυτρώσει και να γεννηθεί το όνειρο>.
Αποξενωμένα από οποιαδήποτε στοιχείο πραγματικής ζωής, τα
παιδιά προσπαθούν μάταια να συνδεθούν μεταξύ τους. Όταν η Νιρόσια και η Σιαντιμά εξαναγκάζονται να
δουλεύουν υπό ταπεινωτικές συνθήκες, μέρα νύκτα, σ΄ένα παράνομο εργοστάσιο κατασκευής τσιγάρων
και να μένουν σε <μια φυλακή με σάπιο φως και με μια μυρωδιά χωματίλας>
νιώθουν να τις κυριεύει η απόγνωση και η απελπισία. Γράφει ο συγγραφέας < Η νύκτα άρχισε να απλώνει το μαύρο
ίσκιο της και να τυλίγει στο σκοτάδι τις μικρές ανθρώπινες καρικατούρες. Ετσι κι αλλιώς το φως δεν τους χρησίμευσε σε
τίποτα, γιατί τα χέρια τους δούλευαν μηχανικά, με το βλέμμα σβησμένο και με τις
ψυχές τους να έχουν δραπετεύσει από ώρα κα αν βρίσκονται πολύ μακριά. Μόνο η ψυχή
της Νιρόσια είχε μείνει μέσα στο μικρό κορμί, προετοιμάζοντας μια
εκδίκηση…….Ήταν αποφασισμένη πλέον γιατί ήξερε ότι όταν ο δυνάστης μπεί μέσα
στη ζωή μας, στο τέλος παίρνει και τη ζωή μας>
Και μια ανατροπή στο θολωμένο τους μυαλό
αλλάζει τη ρουτίνα τους και ίσως του φέρνει, προσωρινά, σε μια κάποια αγαλλίαση
αλλά και σε μια έξαρση ύστατης διεκδίκησης της ελπίδας της ίδιας της ζωής τους. Και όταν πια η Νιρόσια ανασύρει το
μαχαίρι κατά των θυτών της αναρωτιέται κανείς. Το θύτη στοχεύουν ή την κοινωνία;
Όπως άλλωστε αναρωτιέται παρακάτω η Ράνια χωρίς να παίρνει απάντηση < Πως
μπορούμε να αντισταθούμε σ αυτούς που αντί για στάρι σπέρνουν τη γη με
ματωμένες σάρκες;>
Τα
όσα συνθέτουν την περιπέτεια των παιδιών, οι αναλογίες, οι ψυχολογικές και
κοινωνικές τους προυποθέσεις και παράμετροι
είναι εύκολα αναγνωρίσιμες σε όλους μας χωρίς να συνιστούν ανακύκλωση
των γνωστών κοινοτοπιών, που δίκην περιστασιακής ευαισθησίας ή φιλανθρωπίας,
ακούγονται συστηματικά για το θέμα αυτό. Έτσι κρατιέται ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε όλα τα
επίπεδα. Νομίζω ότι αυτή είναι και η
μεγάλη επιτυχία του συγγραφέα σε συνδυασμό με το ότι δεν επικρατεί εντέλει το
καλό σαν δικαίωση του κολακευόμενου και
κανακευμένου αναγνώστη.
Ο
Λαμπής περιγράφει ένα δράμα πέντε
παιδιών χωρις μελοδραματισμό. Χωρίς αισθηματολογία. Η αφήγηση του για το θέμα του τραφικινγ είναι
απογυμνωμένη από προσχήματα και ηθικολογίες. Χωρίς τον υπερθετικό των επιθέτων,
τους σκόπελους του ρηχού συναισθηματισμού και της γοερής ρητορείας. Σκληρή η αποτίμηση. Συνάμα όμως ολιστική.
Με
πρωτοφανή ένταση, εύρος και βάθος που εκθέτει και απογυμνώνει τις αξίες του υλικού
μας πολιτισμού οι οποίες υποχωρούν και εξαφανίζονται από τους μηχανισμούς του
χρήματος και της εκμετάλλευσης σε ατομικό και δημόσιο επίπεδο.
Όσο προχωρά η αφήγηση οι τραυματικές
εμπειρίες, η κόλαση του τραφκινγκ, το αδιέξοδο των παιδιών εντείνονται
οδηγώντας τη σκέψη και την προσοχή μας
στην ουσία του προβλήματος της παιδικής εκμετάλλευσης. Στον αναγνώστη
δημιουργείται μάλιστα η εντύπωση ότι τα παιδιά ανυπεράσπιστα κινούνται
απεγνωσμένα εκπέμποντας σήματα βοήθειας, εκλιπαρώντας για απαντήσεις που τα
ίδια δεν μπορούν να δώσουν.
Η
Ράνια εξομολογείται ότι αισθάνεται ανήμπορη αβοήθητη στο χείμαρρο του χρόνου. Λέει
χαρακτηριστικά< Ένας χείμαρρος γεμάτος
θολά και βρώμικα νερά. Γεμάτος ανέχεια και αδιαφορία. Πάγωσε.
Ώστε αυτό ήταν όλα? Αυτή είναι η κοινωνία? Όλα για το κέρδος και το
μεγάλο Εγώ?>
Ασφαλώς
η κόλαση της παιδικής εκμετάλλευσης είναι το βασικό θέμα του μυθιστορήματος. Το
Ψάξε μέσα στη σιωπή μου είναι ένα
ιδιαίτερα σημαντκό βιβλίο ακριβώς
επειδή, τηρουμένων των αναλογιών, υποβάλλει σε σκληρό έλεγχο τις προσλήψεις και
τις αναπαραστάσεις μας που έχουμε γι αυτό το ζήτημα. Τι να πρωτοπεί κανείς.
Διαφθορα τελωνειακών, αστυνομία, εμπόριο ανθρώπινων οργάνων, σεξουαλική
εκμετάλλευση, μπαρ καμπαρε, εργασιακό σεξουαλικό τραφικινγ, παιδοφιλία. Είναι
χαρακτηριστική η τόσο οικεία, σε όσους
έχουν μελετήσει τέτοια θέματα, αξίωση του θύτη, εν προκειμένω του Αλμπέρτο ο
οποίος αξιώνει από το θύμα, τη Ράνια να μην ξεχνά ότι αυτός την έβγαλε από τη
μιζέρια. Αυτός την αγόρασε από τους κακούς και ως εκ τούτου πρέπει, το αξιώνει
επιτακτικά, να του πεί ευχαριστώ. Και
όταν αρνείται τη χαστουκίζει με δύναμη και τη βιάζει.
Το
βιβλίο είναι σημαντικό επειδή ρίχνει φώς
στην πολιτισμική πρακτική της εκμετάλλευσης και εμπορίας παιδιών.
Παρατίθενται, κυρίως, τύποι και τόποι
συνάντησης και συσχέτισης ανθρώπων οι
οποίοι προσδιορίζονται ως χρηματικές
συναλλαγές με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Καθόλου ως χρηματικές
συναλλαγές με ερωτικό περιεχόμενο. Βασικές συνθήκες αυτών των σχέσεων είναι
απόμακροι και απομονωμένοι χώροι στους
οποίους προβάλλει και επικρατεί ο ορίζοντας των ερωτικών φαντασιώσεων και
διαστροφών των ενηλίκων και στους οποίους αναπαράγεται και αντανακλάται η
κοινωνική σηματοδότηση και ανοχή τέτοιων
φαινομένων.
Αυτοί
οι απόμακροι χώροι, μπάρ η καμπαρέ,
βρίσκονται στη μεθόριο της κοινωνίας διαμορφώνονται για να εξυπηρετήσουν
επιχειρηματικά συμφέροντα, <Εκεί που συναντούνται τα κτήνη με τους
ανθρώπους> λέει η Ράνια. Εκεί που προορίζονται για να ικανοποιήσουν τις πιο
αρρωστημένες ορέξεις των πελατών, χωρίς να τίθεται ποτέ υπο διαπραγματευση η
παιδικότητα ή η ανθρώπινη αξία. <Ένας Ένας
έμπαιναν στο μαγαζί ο έμποροι. Μάζευε ο καθένας τα δικά του κορίτσια.
Πλησίαζε το μπάρ και ο Νιέφσκι του έδινε τη συμφωνημένη προμήθεια από τα
ποτά.> Πιο κάτω λέει ο συγγραφέας< Η ίδια σκηνή, αυτή της αγοράς, να
ορίζεται η τιμή της σαν μεταχειρισμένο εμπόρευμα σε γύφτικα παζάρια.> Ή πιο κάτω< Σαν βρικόλακες όρμησαν πάνω
της, στη Ράνια, και προσπαθούσαν να ρουφήξουν όλους τους χυμούς που είχε στο
κορμί της. Έπεφταν οι ώρες απανωτά και οι τρείς παιδόφιλοι δεν έλεγαν να
χορτάσουν την αρρωστημένη δίψα τους.> Σκληρές κα ωμές πράγματι οι
περιγραφές.
Στους
χώρους αυτούς, κάτι που αναδεικνύει με σαφήνεια και μάλλον από πρόθεσση ο
συγγραφέας, όλοι διαπραγματεύονται εκτός απο τα θύματα. Διαπραγματεύονται με
τους εαυτούς τους, τις επιλογές τους, την ηθική, την υποκρισία, την ευρύτερη
κοινωνία, την πολιτική αλλά και με την πολιτισμική κουλτούρα της οικονομικοσεξουαλικής
ανταλλαγής αντρών και γυναικών τοποθετώντας το χρήμα ως μοχλό που συντηρεί και
τροφοδοτεί το πλαίσιο της πορνείας και
της σεξουαλικής εργασίας.
Υπο
την έννοια αυτή ο συγγραφέας αναδεικνύει ένα παραμελημένο, σκοτεινό, άρρητο
κόσμο και ανοίγει ένα κεφαλαιο συζήτησης. Και το ανοίγει αριστοτεχνικά θα έλεγα
αφού αναδεικνύει την αμφισημία και την αμφιθυμία του πολιτισμού και της
κοινωνίας μας απέναντι σε αυτά τα
φαινόμενα που εν πολλοίς θεωρούνται ότι δεν έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα μας δεν μας αφορούν άμεσα
ή ότι ακόμα βρίσκονται το περιθώριο ή την αντίπερα όχθη. Ασχετα αν πελάτες σε τέτοια κυκλώματα και αυτοί που τα συντηρούν πολλές φορές είναι
καθωσπρέπει ευυπόληπτα πρόσωπα,
Δεν παραγνωρίζω τέλος την εκμετάλλευση της
παιδικής εργασίας και τη συσχέτιση της με παραδοσιακές επιτελέσεις του φύλου. Ο
συγγραφέας αναδεικνύει και ψυχογραφεί κοινωνικά τοποθετημένες αρρενωπότητες και
θηλυκότητες που καταφάσκουν το κυρίαρχο μοντέλλο με βάση το οποίο το γυναικείο
παιδικό σώμα μετασχηματίζεται σε εργαλείο /εμπόρευμα καταδεικνύοντας τη
ρευστότητα της ενσώματης υποκειμενικότητας.
Θα
ήταν παράλειψη αν δεν σημείωνα ότι το βιβλίο του συγγραφέα διεκδικεί και
δικαιούται μια άλλη πρωτοτυπία, αφού ασχολείται λογοτεχνικά με ένα θέμα το οποίο μονοπολείται και συσκοτίζεται
εντέλει από αστυνομικές αναφορές,
εγκληματολογικές μελέτες και από βιογραφικές συνεντεύξεις θυμάτων
τραφικινγκ που ενδημούν και αφθονούν
εσχάτως σε απογευματινές τηλεοπτικές εκπομπές.
Κλείνοντας
σημειώνω τη διάχυτη αγωνία του συγγραφέα για το θέμα που πραγματεύεται
που διαπερνά όλο του το έργο. Μια αγωνία υπαρκτή, γνήσια, έντονη και κατανοητή
σε όλες τις σελίδες.
Τα
παιδιά-θύματα της εκμετάλλευσης
αναζητούν εναγώνια την απόδοση δικαιοσύνης η οποία, όμως,
δεν αποδίδεται ποτέ. Άσχετα αν υποστηρίζεται ότι η
δικαιοσύνη είναι τυφλή. Σίγουρα
όμως η
νέμεση δεν είναι. Ίσως επειδή η
μοίρα των κοινωνιών που χτίζουν,
τροφοδοτούν ή ανέχονται τέτοιες μορφές εκμετάλλευσης δεν είναι η διάψευση αλλά κάτι πολύ χειρότερο
: η ίδια η κατάληξη που είχε ο αγγελικός
κόσμος των πέντε παιδιών.