Η Θαλασσοφορούσα
Με ρημάξανε το κρίμα και τ’ άδικο
Με κυνηγάνε βρίζοντας θεοί κι ανθρώποι
Και καθώς μέσα στης βάρβαρης νύχτας τη φρίκη
Των βαρβάρων το κύμα χυμά
Του θανάτου τα δόντια στο σώμα μου, λυγάν
Όμως μέσα μου το δίκιο ανθίζει και δεν σωπά
Πετά φτερούγες κι απλώνει, με νύχια
Το κορμί τ’ άδικου κεντά
Και καθώς του κορμιού μου κομμάτια σάρκας πετιόνται
Χιλιάδες άλλοι κλώνοι βλαστούν, γιγάντιοι,
Τους θεούς ν’ αδράξουν κερνώντας
Ανθούς πικρούς και καταφρόνια
Με τη μεζούρα του ήλιου, μέσα
Στην καρδιά του θεού το άδικο δεν χώρα
Το θαλασσόβρεχτο λευκό νυφικό σου,
Κράτα καρδιά μου ψηλά.
Με ρημάξανε το κρίμα και τ’ άδικο
Με κυνηγάνε βρίζοντας θεοί κι ανθρώποι
Και καθώς μέσα στης βάρβαρης νύχτας τη φρίκη
Των βαρβάρων το κύμα χυμά
Του θανάτου τα δόντια στο σώμα μου, λυγάν
Όμως μέσα μου το δίκιο ανθίζει και δεν σωπά
Πετά φτερούγες κι απλώνει, με νύχια
Το κορμί τ’ άδικου κεντά
Και καθώς του κορμιού μου κομμάτια σάρκας πετιόνται
Χιλιάδες άλλοι κλώνοι βλαστούν, γιγάντιοι,
Τους θεούς ν’ αδράξουν κερνώντας
Ανθούς πικρούς και καταφρόνια
Με τη μεζούρα του ήλιου, μέσα
Στην καρδιά του θεού το άδικο δεν χώρα
Το θαλασσόβρεχτο λευκό νυφικό σου,
Κράτα καρδιά μου ψηλά.