Το ζειμπέκικο της Αφροδίτης.
Σε ντύσανε μ' αγιόκλιμα κι ανθούς της λεμονιάς,
σε σκλαβοπάζαρο σε πάνε,
κι εσύ κεντάς τη λέξη, υπομονή
νύχτα φωτιά, φώτα σβηστά,
και αυτοί να σε τραβάνε
σε υπόγεια με χνώτα, βρώμικα
Τσιγγάνικα παζάρια γύρω σου και σε πουλάνε
κι αδελφός σου νταβατζής,
σαν Πόρνη που απ τα βυζιά της στέρεψε το γάλα
σμήνη απίστων το'χουν πιεί.
κόβεις το ρόδι της φύτρας και κρατάεις,
όρθια πλάτη και χούφτα ανοιχτή,
άπορη στον άπορο μοιράζεις,
της ανάγκης το δικό σου το ψωμί
σταυρώνεσαι μα τελεσφόρα ανασταίνεις
του ονείρου σου τη διαδρομή
αψηφάς σπιούνους, δοσιλόγους
πιστή στο ραντεβού σου
που σου'χουν ορίσει οι θεοί.
πως η απελπισία κάνει τον άνθρωπο θεριό
όμως δεν κλαίς γιατι στη θάλασσα το δάκρυ φτάνει
Κι’ εσύ θα τη πικράνεις, κι’ θάλασσα πρέπει να είναι αλμυρή
Σε ντύσανε μ' αγιόκλιμα κι ανθούς της λεμονιάς,
σε σκλαβοπάζαρο σε πάνε,
κι εσύ κεντάς τη λέξη, υπομονή
νύχτα φωτιά, φώτα σβηστά,
και αυτοί να σε τραβάνε
σε υπόγεια με χνώτα, βρώμικα
Τσιγγάνικα παζάρια γύρω σου και σε πουλάνε
κι αδελφός σου νταβατζής,
σαν Πόρνη που απ τα βυζιά της στέρεψε το γάλα
σμήνη απίστων το'χουν πιεί.
κόβεις το ρόδι της φύτρας και κρατάεις,
όρθια πλάτη και χούφτα ανοιχτή,
άπορη στον άπορο μοιράζεις,
της ανάγκης το δικό σου το ψωμί
σταυρώνεσαι μα τελεσφόρα ανασταίνεις
του ονείρου σου τη διαδρομή
αψηφάς σπιούνους, δοσιλόγους
πιστή στο ραντεβού σου
που σου'χουν ορίσει οι θεοί.
πως η απελπισία κάνει τον άνθρωπο θεριό
όμως δεν κλαίς γιατι στη θάλασσα το δάκρυ φτάνει
Κι’ εσύ θα τη πικράνεις, κι’ θάλασσα πρέπει να είναι αλμυρή