Τ’ απογεύματα τα δικά μου, δεν έχουν χρόνο, ούτε και τόπο,
είναι γεμάτα απέραντο γαλάζιο και ψιθύρους συνοδούς,
με βυζαντινόχρωμα ζωγραφίζει στα σύννεφα καθώς ο ήλιος γέρνει,
δυο βλέφαρα δοξαρωτά και φρύδια σαν κρεμαστές καμάρες
π’ απάνω τους γέρνω σιωπηλός κι ακούω μια μπαλάντα