Νύχτα Χριστουγέννων
Ένα παιδί με επισκέφτηκε
απόψε
είχε πρόσωπο
αλλόκοτο και συνέχεια άλλαζε,
δεν ξέρω στ’
αλήθεια,
αλλά είμαι
σίγουρος πως ήταν το παιδί που ήμουν κάποτε.
Με πήρε από το
χέρι και περπατήσαμε, αμίλητοι,
τα βήματά μας ηχούσαν
παράξενα, σαν ποτάμι π’ αργοκυλά
δεν κοιταχτήκαμε
αλλά ατενίζαμε ψηλά τον ουρανό,
άρχισε να μετρά τ’
αστέρια δυνατά
κάθε αστέρι γινόταν
βροχή
κάθε σταγόνα κι
ένα δάκρυ πικρό,
δάκρυ των ορφανών,
δάκρυ των γυμνών,
δάκρυ των
πεινασμένων,
δάκρυ των
κυνηγημένων
δάκρυ των
πονεμένων
κι ύστερα τα
δάκρια έσμιξαν, γένηκαν ποτάμι
που μέσα του
κυλούσε αίμα,
ήταν το αίμα των φυλακισμένων και των σκλάβων,
και ηχοβολούσε σαν
το γέλιο των παιδιών,
κι ύστερα κρεμάστηκε σαν
ένας ροδοκόκκινος μαστός
που πάνω του κρεμαστήκαν
νεογέννητα παιδιά
λευκά, κίτρινα,
μαύρα, κι αμέσως γίνηκε
ένα αστέρι
λαμπερό που γεννοβολούσε φως
ζεστό, δυνατό και
λαμπερό που φώτισε στο πρόσωπο του παιδιού
το μέλλον, την ελπίδα και την υπόσχεση για την καινούρια
ζωή.