Το ημερολόγιο ενός
πρόσφυγα
Δεν μπορώ να θυμηθώ
πόσες μέρες είμαι
στοιβαγμένος σε μια ξύλινη
βάρκα,
εδώ μέσα οι άνθρωποι δεν
μιλούν, δεν κινούνται και
δεν έχει χώρο για να ξαπλώσεις, απλά,
ακουμπά ο ένας στον άλλο
κι οι ακρινοί στα σάπια τοιχώματα,
κοιμόμαστε όρθιοι, και μοιραζόμαστε το ίδιο όνειρο, ένα καρβέλι ψωμί,
εδώ κάτω δεν υπάρχουν
παράθυρα να μπει λίγος αέρας,
κάπου στον οροφή όμως τ’
αμπαριού, είδα μια τρύπα,
αλήθεια σας λέω, είδα
φως κι ένα κομμάτι ουρανού,
Σας σκέφτομαι πολύ, και μαραζώνω,
γιατί,
δεν μπορώ να μάθω νέα
σας και δεν ξέρω πως περνάτε,
τώρα που γράφω, δεν ξέρω αν κοιμάστε ή αν είστε ξύπνιοι
αν όμως ψάχνετε στα
σκουπίδια, θα είναι μέρα,
αν πάλι έχετε κρυφτεί
στο υπόγειο , θα ‘ναι νύχτα,
όμως το ξέρω, δεν κάνει
καμιά διαφορά,
οι άνθρωποι είναι
ανήμερα, βάρβαρα σκυλιά,
και σκοτώνουν όλες τις
ώρες,
αλήθεια πόσο θάθελα αυτή
την ώρα,
στην άκρη ενός δρόμου να
σταθώ, κι όποιος περάσει να του πω,
Φίλε κι αδελφέ, κοίτα με
στα μάτια
δεν έχεις τίποτα να
φοβηθείς, τίποτα για να μισήσεις
Όχι, δεν είμαι ο
αλλοδαπός, δεν είμαι ο παράνομος κι ο ξένος,
Κοίτα με, άνθρωπος είμαι
κι εγώ, άνθρωπος σαν κι εσένα.