Σ’ είδα να
στέκεσαι μακριά,
γυμνή σκιά και
γελούσες
για το θράσος μου
ν’ αναζητώ το
πάθος σου
ακόμα και στην
άρνηση σου,
ήσουν εσύ και το
μέλλον
ευλογημένη εσύ κι
ο χρόνος,
ήσουν ο πόθος μου
όσον κανένας πόθος,
τα πουλιά
βρίσκονταν ακόμη στη φωλιά τους,
όταν ο ήλιος
σηκώθηκε κι οι αχτίνες του χόρευαν γύρω σου,
έσβησες όπως ήρθες,
μα πρόλαβε μια
ματιά σου
να μου χαρίσει
την αθανασία.