Το βράδυ.
Το βράδυ αχ! Και
πως το καρτερώ,
να βγω μεταμεσονύχτια
στους έρημους κήπους
και να τρυγώ
ανθούς που στάζουνε τις κρύες σταγόνες θλίψης,
εκεί όπου μυρίζει
σάπιο, και θάνατος υγρός απ’ τα πεσμένα φύλλα,
κι ο άνεμος,
νεκρών κουβέντες κουβαλάει,
μάταια με τον χρόνο
κανείς αναμετριέται, λένε,
γιατί η ζωή σταγόνα
είναι και κυλάει,
γίνεται
κρυστάλλινη λεπίδα και σε προσπερνάει.
Το βράδυ αχ! Και
πως το καρτερώ,
σαν φίλος ν’
ανταμώσω με το φεγγάρι, να του μιλώ,
να το θωρώ, στο
κυπαρίσσι σαν καθίσει,
πόσο όμορφο είναι,
μελαγχολικό, ωχρό
μαυροντυμένο με
ένα κλωνί βασιλικό
στο πέτο,
μαραμένο.
Το βράδυ αχ! Και
πως το καρτερώ
δεν έχω τίποτε άλλο
πια να περιμένω
έγινε η καρδιά
μου φίλος με το πόνο.