Μάταια έμεινα ξύπνιος
όλη τη νύκτα,
τίποτα δεν
συνέβηκε κι η ώρα κύλησε
χωρίς κανείς να μου
κτυπήσει τη πόρτα,
μόνο ο αέρας λίγο
πριν ξημερώσει βρόντηξε τα σάπια παράθυρα,
δεν μπόρεσα όμως να
αναγνωρίσω κάτι, μόνο σκοτάδι και σιωπή,
δεν είχα τίποτε πλέον
να υπερασπιστώ,
λούφαξα στη γωνιά
μου και έκλεισα τα μάτια
δεν μπόρεσα όμως ούτε
και να ονειρευτώ,
λίγο πριν φέξει
το φως, ζωγράφισα με αίμα την απουσία,
έγειρα το κεφάλι
και μαύρα πουλιά
φώλιασαν στις άδειες
κόγχες των ματιών μου.