Ο ‘παράνομος’
μετανάστης
Κουράστηκα, μα
δεν μπορώ να κοιμηθώ, ένας λυγμός με
πνίγει
που σαν κόμπος
μου έχει κλείσει το λαιμό,
δεν ξέρω αν είναι
που σας σκέφτομαι
ή αν είναι που
τεντώνομαι να πάρω μια ανάσα,
ξέρετε, εδώ μέσα
οι άνθρωποι δεν κινούνται
και δεν έχει παράθυρα
να μπει λίγος αέρας,
σηκώνομαι στις
μύτες των ποδιών μου γα να ‘μαι ψηλότερα,
κάπου στον οροφή
τ’ αμπαριού είδα μια τρύπα
αλήθεια σας λέω,
είδα φως κι ένα κομμάτι ουρανού,
εδώ μέσα δεν έχει
στρώματα για να ξαπλώσω
ακουμπά ο ένας στον
άλλο κι οι ακρινοί στ’ ατσάλινα τοιχώματα
κι οι πιο πολλοί
από εμάς, βλέπουμε το ίδιο όνειρο, ένα καρβέλι ψωμί
Σας σκέφτομαι
πολύ, και μαραζώνω, γιατί,
δεν ξέρω αν κοιμάστε ή αν είστε ξύπνιοι
και δεν μπορώ να
σας φανταστώ,
αν όμως ψαχουλεύετε στα σκουπίδια, θα είναι
μέρα,
αν πάλι έχετε
κρυφτεί στο υπόγειο , θα είναι νύχτα,
το ξέρω, δεν
κάνει καμιά διαφορά,
οι άνθρωποι
σκοτώνουν όλες τις ώρες
είναι ανήμερα,
βάρβαρα σκυλιά,
δεν ξέρω αν
πρέπει να λυπάστε εσείς για μένα
ή εγώ για σας που
μείνατε
όμως, θα επιστρέψω,
σας το υπόσχομαι, θα ξαναρθώ.