Σηκώθηκε και κοίταξε στο καθρέπτη. Το πρόσωπο του αξύριστο, κουρασμένο, και τα μαλλιά του μπλεγμένα. Τράβηξε τις κουρτίνες και το φως τον κτύπησε στα θολά από το ξενύχτι μάτια του. Έφερε βόλτα το βλέμμα στη κάμαρα. Η μοναξιά ξεχειλούσε και τον πάγωνε. Χαμογέλασε πικρά. Για άλλη μια φορά ξύπνησε μόνος στο διπλό του κρεβάτι. Μια δική του επιλογή αφού το πάθος του για τη ρουλέτα ξεχυνόταν αχαλίνωτο από μέσα του. Σαν μια ανάσα που έκαιγε, διέλυε και σύντριβε το λογισμό του. Έκλεισε με τις παλάμες τ’ αυτιά του καθώς όλα τα αντικείμενα του φώναζαν, « Που βρίσκεται η αγάπη »;
Ένα δάκρυ του κύλησε...κι’ όμως την είχε συναντήσει. Από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε ένοιωσε σαν να την γνώριζε από παλιά. Η φαντασία και το όνειρο συναντήθηκαν με τη πραγματικότητα. Λένε ότι το βλέμμα είναι ο καθρέπτης της ψυχής, και δεν μπορούσε να ξεχάσει τον τρόπο που τον κοιτούσε, τότε, η Μαρίνα. Δεν μπορούσε να ξεχάσει τα συναισθήματα που ένοιωσε να τον πλημμυρίζουν τη στιγμή που οι ψυχές τους ενώθηκαν. Ένοιωσε μια θλίψη να τον τυλίγει. Τώρα καταλάβαινε ότι έχασε πολλά πράγματα στην ζωή. Με μια ζαριά ξεπούλησε το δικαίωμα του στην αγάπη και στον έρωτα.
Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011
Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011
Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011
Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010
Ο Ποιητής
Ο ποιητής
Αργά το βράδυ χθες
Μπήκε στη πόλη, ένας άγνωστος.
Είχε γόνατα από ξύλο
Έτριζε και δεν μιλούσε.
Άλλοι τον είπανε μουγκό
Μα οι πιο πολλοί, τον φώναξαν τρελό.
Είχε στο λαιμό περασμένη μια θηλιά
Φτιαγμένη από λεπτή, τρίχινη κλωστή.
Στην άλλη άκρη είχε δεμένο το φεγγάρι.
Μέχρι να βρει τον πιο βαθύ γκρεμό
Τον πρόφτασε ο ήλιος.
Πέταξε τα ρούχα του και άνοιξε μια ομπρέλα
Ξάπλωσε στη μέση της πλατείας και καρτερούσε
Αρχίνησε να βρέχει.
Πέταξε την ομπρέλα και τραύλισε,
- Ο πρώτος του στίχος-
Έπειτα τον φώναζαν... Ποιητή!
Αργά το βράδυ χθες
Μπήκε στη πόλη, ένας άγνωστος.
Είχε γόνατα από ξύλο
Έτριζε και δεν μιλούσε.
Άλλοι τον είπανε μουγκό
Μα οι πιο πολλοί, τον φώναξαν τρελό.
Είχε στο λαιμό περασμένη μια θηλιά
Φτιαγμένη από λεπτή, τρίχινη κλωστή.
Στην άλλη άκρη είχε δεμένο το φεγγάρι.
Μέχρι να βρει τον πιο βαθύ γκρεμό
Τον πρόφτασε ο ήλιος.
Πέταξε τα ρούχα του και άνοιξε μια ομπρέλα
Ξάπλωσε στη μέση της πλατείας και καρτερούσε
Αρχίνησε να βρέχει.
Πέταξε την ομπρέλα και τραύλισε,
- Ο πρώτος του στίχος-
Έπειτα τον φώναζαν... Ποιητή!
Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010
Ψάξε μέσα στη σιωπή μου....
Συνέντευξη στη Μαρία Στυλιανού με αφορμή τη κυκλοφορία του δεύτερου μυθιστορήματος του Γιάννου Λαμπή,
«Ψάξε μέσα στη σιωπή μου»
Διαβάζοντας κάποιος το νέο σας μυθιστόρημα διερωτάται αν είναι φανταστικό ή βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα
Και αυτό το βιβλίο μου είναι ένα θραύσμα της πραγματικότητας. Είναι μια κάθετη και διεισδυτική ματιά στην κοινωνία χωρίς παραμορφωτικούς καθρέπτες και χωρίς καμία προσπάθεια ωραιοποιήσεις του προσώπου της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας που ζούμε.
Τι σας οδήγησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Η αγάπη μου προς τα παιδιά. Η αγάπη μου προς τον άνθρωπο γενικά, τα όρια του και όλα αυτά που έχουν σχέση μαζί του
Τι είναι εκείνο που θέλετε να περάσετε στους αναγνώστες σας;
Αφυπνιστείτε! Προσπαθήστε να ξεφύγετε από την αγκαλιά της αδιαφορίας.
Όταν γράφεις σκέφτεσαι τους αναγνώστες;
Κάθε άλλο. Γράφω για μένα γι’αυτό και γράφω με την ψυχή μου. Είναι φανερό εξάλλου ότι γράφω σκληρά. Δεν προσπαθώ να χαϊδέψω τ’αυτιά κανενός.
Έχετε πρότυπα στη συγγραφική σας δουλειά ή ακόμα και στη ζωή σας;
Όχι. Είναι κάτι που πάντα απόφευγα. Με εκνευρίζει η σύγκριση της ‘πέννας’ ενός νέου συγγραφέα με κάποιου άλλου καταξιωμένου. Ο καθένας γράφει όπως μπορεί και το αναγνωστικό κοινό θα τον κρίνει γι’αυτό που είναι, για την αυθεντικότητα του.
Ποιός ο κοινωνικός ρόλος του συγγραφέα;
Ο κοινωνικός ρόλος του συγγραφέα είναι στενά συνδεδεμένος με το έργο του. Δεν πιστεύω ότι κατ’ανάγκη πρέπει να θεραπεύει ή να προτείνει λύσεις στα οποιαδήποτε κακά βλέπει, αλλά να τα παρατηρεί και να τα καταγράφει. Μέσα από το έργο του μιλά και αυτά που θέλει να πει βρίσκονται πάντα εκεί.
Ψάξε μέσα στη σιωπή μου
Άκου τα λόγια που γεμίζουν τη σιωπή ενός παιδιού. Είναι τόσο δυνατά!
«Ψάξε μέσα στη σιωπή μου»
Διαβάζοντας κάποιος το νέο σας μυθιστόρημα διερωτάται αν είναι φανταστικό ή βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα
Και αυτό το βιβλίο μου είναι ένα θραύσμα της πραγματικότητας. Είναι μια κάθετη και διεισδυτική ματιά στην κοινωνία χωρίς παραμορφωτικούς καθρέπτες και χωρίς καμία προσπάθεια ωραιοποιήσεις του προσώπου της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας που ζούμε.
Τι σας οδήγησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Η αγάπη μου προς τα παιδιά. Η αγάπη μου προς τον άνθρωπο γενικά, τα όρια του και όλα αυτά που έχουν σχέση μαζί του
Τι είναι εκείνο που θέλετε να περάσετε στους αναγνώστες σας;
Αφυπνιστείτε! Προσπαθήστε να ξεφύγετε από την αγκαλιά της αδιαφορίας.
Όταν γράφεις σκέφτεσαι τους αναγνώστες;
Κάθε άλλο. Γράφω για μένα γι’αυτό και γράφω με την ψυχή μου. Είναι φανερό εξάλλου ότι γράφω σκληρά. Δεν προσπαθώ να χαϊδέψω τ’αυτιά κανενός.
Έχετε πρότυπα στη συγγραφική σας δουλειά ή ακόμα και στη ζωή σας;
Όχι. Είναι κάτι που πάντα απόφευγα. Με εκνευρίζει η σύγκριση της ‘πέννας’ ενός νέου συγγραφέα με κάποιου άλλου καταξιωμένου. Ο καθένας γράφει όπως μπορεί και το αναγνωστικό κοινό θα τον κρίνει γι’αυτό που είναι, για την αυθεντικότητα του.
Ποιός ο κοινωνικός ρόλος του συγγραφέα;
Ο κοινωνικός ρόλος του συγγραφέα είναι στενά συνδεδεμένος με το έργο του. Δεν πιστεύω ότι κατ’ανάγκη πρέπει να θεραπεύει ή να προτείνει λύσεις στα οποιαδήποτε κακά βλέπει, αλλά να τα παρατηρεί και να τα καταγράφει. Μέσα από το έργο του μιλά και αυτά που θέλει να πει βρίσκονται πάντα εκεί.
Ψάξε μέσα στη σιωπή μου
Άκου τα λόγια που γεμίζουν τη σιωπή ενός παιδιού. Είναι τόσο δυνατά!
Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ - ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Οι ‘βιβλιοεκδόσεις Αναζητήσεις’ σας προσκαλούν στη παρουσίαση του βιβλίου του συγγραφέα Γιάννου Λαμπή
‘Ψάξε μέσα στη σιωπή μου’
Το έργο θα προλογίσει η διευθύντρια των Αναζητήσεων κα. Μαρία Στυλιανού και την ανάλυση θα κάνει
ο συγγραφέας - δημοσιογράφος κ. Μάκης Αντωνόπουλος
Η εκδήλωση τελεί υπό την αιγίδα της πρώτης κυρίας της Δημοκρατίας,
κυρίας Έλσης Χριστόφια
η οποία θα απευθύνει σύντομο χαιρετισμό
Παρασκευή, 3 Δεκεμβρίου 2010, η ώρα 7.30 μ.μ.
Πολιτιστικό Κέντρο της Ελληνικής Τράπεζας στη οδό Γλάδστωνος, Λεμεσός.
Τηλ: 25561963, 99692639
Χορηγoί επικοινωνίας: τηλεόραση Capital, περιοδικό First, ράδιο Capital
Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010
Ψάξε μέσα στη σιωπή μου....
Χάθηκε για λίγο στις ζεστές ερημιές της καρδιάς, της σκέψης και της ψυχής της. Κοίταξε τα παιδιά με μια ματιά γεμάτη αγάπη. Έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε, «κάνε Θεέ μου να μπορέσουν απόψε όλα τα παιδιά να ονειρευτούν και να κάνουν στο όνειρο τους ένα ταξίδι. Γιατί το νοερό ταξίδι είναι το πιο ωραίο, το πιο όμορφο. Πρέπει να το κάνουν, γιατί αν δεν το βρουν και αν δεν υπάρχει μέσα τους το ταξίδι, δεν θα το βρουν ποτέ έξω στην πραγματικότητα ». Αποκοιμήθηκε τελευταία. Μια σιωπηλή και ασήμαντη σκιά άρχισε να σαλεύει στο κουρασμένο μυαλό της. Σαν πέταγμα πεταλούδας...
« Ήταν σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι. Ένοιωθε αλλόκοτα. Παράξενα. Δεν μπορούσε να σταθεί στα δυο της πόδια. Ακούμπησε τα χέρια κάτω. Αμέσως τα ρούχα της έγιναν δέρμα. Κόλλησαν πάνω της σαν επιδερμίδα στενεύοντας την. Κοίταξε μέσα σε μια λακκούβα από νερό. Καθρεπτίστηκε. Τρόμαξε μ’ αυτό που είδε. Είχε χρώμα κρεμ και μεγάλες τρίχες. Εκεί που πρώτα ήταν η καρδιά και τα νεφρά φάνηκαν μικρές κόκκινες κηλίδες που μεγάλωναν με πολύ γρήγορο ρυθμό. Ήταν μια κατσίκα με κόκκινες βούλες! Ξαφνικά πετάχτηκαν από το χορτάρι χιλιάδες, μύρια τσιμπούρια και γέμισαν το κορμί της. Άρχισαν να της βυζαίνουν το γάλα, μετά το αίμα. Όσον τη βύζαιναν, λέπταινε. Εξαφανιζόταν η σάρκα, μετά τα κόκαλα. Της απόμεινε μόνο το δέρμα. Και τα τσιμπούρια όλο βύζαιναν. Λέπτυνε ακόμα περισσότερο. Εξαφανίστηκε η πρώτη βούλα. Μετά η δεύτερη, μετά ακόμα μία και έμεινε μόνο δέρμα που έμπαζε κρύο αέρα από τις τρύπες που άνοιξαν στη θέση των κόκκινων στρογγυλών σημαδιών. Γύρω της, χιλιάδες άνθρωποι χωρίς πρόσωπα, ντυμένοι στα λευκά, παρακολουθούσαν γελώντας δυνατά από το θέαμα που έβλεπαν. Κάποιος ανάμεσα τους, φώναζε σπαραχτικά και κτυπούσε δυνατά τα χέρια του για να τρομάξει τα τσιμπούρια. Φώναζε και εκλιπαρούσε το πλήθος να κτυπήσει μαζί του ρυθμικά τα χέρια του, για να τα τρομάξουν. Αυτοί όχι μόνον δεν άκουαν, αλλά προσπαθούσαν να τον φιμώσουν και να του δέσουν τα χέρια, μην τυχόν και τους χαλάσει το θέαμα. Η φωνή του γνώριμη. Φερμένη καβάλα σε κάποια ριπή του ανέμου. Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Προσπαθούσε. Η αγωνία και ο τρόμος όμως έδιωχναν μακρυά τις μνήμες. Οι κραυγές του την έκαναν να ξυπνήσει και να ανοίξει τα μάτια».
Κοίταξε τριγύρω. Ο ήλιος είχε πάρει το ανηφόρι και αγκομαχώντας βρισκόταν ήδη στη μέση του ουρανού. Γλιστρούσε μέσα στην κάμαρα που βρωμοκοπούσε ανθρώπινο ιδρώτα και χνώτα, και έκανε τους πέτρινους τοίχους να γεμίζουν σκιές. Ήταν μια κάμαρα που είχε μέσα της πολύ πένθος και πολλούς θανάτους από κορμιά που το μόνο κοινό που είχαν, ήταν το μονοπάτι που βάδιζαν. Δεν είχαν τίποτε να μοιραστούν παρά μόνο ο καθένας, έδινε χώρο στον άλλο
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)