Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013


Γράμμα σε σένα, αδερφέ...

 

Κοιτώ τριγύρω μου. Αφουγκράζομαι. Μυρίζομαι την οσμή του αέρα.
Και τότε αντιλαμβάνομαι, αδερφέ μου, ότι ζούμε αυτές τις μέρες μέσα στη σιωπή της υπομονής και της ευλάβειας. Τη σιωπή της καρτερικότητας και της συντροφικής τρυφερότητας. Εμείς που χρόνια τώρα ζούσαμε μέσα σ’ αυτή τη σιωπή μπορούμε να ακούσουμε τη φωνή της και να την κατανοήσουμε. Να μαγευτούμε από την ομορφιά και τη γλυκύτητα της.

Κοιτώ αυτές τις μέρες τη λαμπρή απλότητα των φωτεινών και διάφανων χρωμάτων που μας χαρίζει ο ήλιος. Αν και χειμώνας, επιμένει να μην κρύβεται πίσω από σύννεφα   και γκρίζες σκιές. Πόσο θα ήθελα, αδερφέ μου, να τον πάρω από το χέρι, έτσι απλά σαν μικρό παιδί, και να τον οδηγήσω στην αλάνα της ψυχής μας. Να τη ζεστάνει και να τη φωτίσει. Να μην μπορούν να κρύβονται στο σκοτάδι, αυτοί που φοβούνται τον ήλιο της αλήθειας. Γιατί, ο ήλιος είναι η θεότητα της αλήθειας και κανένα ψέμα, καμιά αυταπάτη ή πανουργία δεν μπορεί να αντισταθεί στο αποκαλυπτικό του φως. Μας φωτίζει το μονοπάτι, όχι μόνο για να μην φοβόμαστε τις μαύρες σκιές που παραφυλάγουν, αλλά και για να το διαβαίνουμε με αξιοπρέπεια.  Να μας φωτίζει τη διαδρομή του χρόνου και της μνήμης. Μπορεί αυτές τις μέρες να τον απομυθοποιήσαμε, εμείς οι παντογνώστες της αμάθειας, οι πάνσοφοι της ανοησίας και οι λαοπλάνοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν θέλουμε και δεν κατανοούμε πως τα χρώματα του μύθου του, ομορφαίνουν τη ζωή του λαού μας. Γλυκαίνουν τη σκέψη του.

 Αυτές τις μέρες, αδερφέ μου, ζεσταίνομαι με τις ακτίνες του. Και ακούω μέσα από τη σιωπή τους τη φωνή του. Και το παράπονο του. Αυτοί, τον αγνόησαν, και έχουν τους λόγους τους. Μας θέλουν γυμνούς και απομυθοποιημένους για να διαβαίνουμε το μονοπάτι του χρόνου όπως αυτοί επιθυμούν. Και καλά, αυτοί, έχουν τους λόγους τους. Εμείς; Εμείς αδερφέ μου; παρασυρθήκαμε. Δεν ήταν, δυστυχώς, λίγοι αυτοί που είχαν πιστέψει ότι ζούσαν τη πολυτέλεια και τη χλιδή των λίγων. Όμως ήρθαν οι ανατροπές και αποκαλύφτηκε η αλήθεια. Την είδαμε. Τρομάξαμε. Φοβηθήκαμε. Και κουρνιάσαμε στη γωνιά επιτρέποντας τους να μας φορτώσουν το δικό τους έργο. Και αφήνιασαν. Λύσσαξαν αυτοί, που ανακάλυψαν τη αστραφτερή γύμνια τους. Και μέσα στην αγωνία τους έτρεξαν να αρπάξουν οποιοδήποτε κουρέλι. Και μας οδήγησαν στη όχθη της πραγματικότητας. Της σκληρής αλήθειας. Και βλέπουμε τους λάτρεις της παγκοσμιοποίησης, της νέας τάξης πραγμάτων και οικονομίας να παραδίδονται αμαχητί, για ένα κομμάτι κουρελιασμένου ρούχου. Ελάχιστοι είχαν σκεφτεί για το ρούχο της ψυχή μας. Κι  όμως όλα γύρω μας, για το ρούχο της ψυχής μας μιλούν και διδάσκουν.  Τα ρούχα της υλιστικής και πλαστικής παγκόσμιας αγοράς που μας πλάσαραν ως τώρα, είχαν ημερομηνία λήξης. Και οι λαοί δεν ζουν φορώντας αυτό το ρούχο.

Κοιτώ τον ήλιο, αδερφέ μου, αυτές τις μέρες, και τότε συνειδητοποιώ. Οι μέρες αυτές είναι εκείνες που μπορούν να μας διδάξουν την αλήθεια του και την αλήθεια των ανθρώπων. Και να μας ντύσουν με το ρούχο της ψυχής. Και αν εκείνοι δεν το κατανοήσουν γρήγορα, είναι σίγουρο ότι θα δουν τη ζωή και τις μέρες τους να συρρικνώνονται και να μικραίνουν. Αυτοί που φόρεσαν τα πλούσια ρούχα της φθήνιας, θα αρχίσουν να βολεύονται με τα κουρέλια και να ζουν το Γολγοθά , χωρίς Ανάσταση. Εμείς όμως που φορέσαμε το ρούχο της ψυχής δεν φοβόμαστε τη γύμνια. Γιατί, ξέρουμε καλά πως εκεί κρύβεται και η αλήθεια. Και δεν μας τρομάζει η αλήθεια. Γιατί η αλήθεια είναι γυμνή. Όπως γυμνά είναι τα μπράτσα του εργάτη. Όπως γυμνός είναι ο μαστός της μάνας που θηλάζει. 

Αδερφέ μου, ο ήλιος είναι ο πρώτος ηγέτης του κόσμου, όπως ακριβώς ήταν και οι αληθινοί επαναστάτες. Οι επαναστάτες που κρύβονται μέσα σε γυαλιστερά ρούχα και στο σκοτάδι, είναι οι επαναστάτες της κουκούλας και σκιές που φοβούνται τη δύναμη του ήλιου. Τρομάζουν τη γύμνια. Και ο ήλιος, και η αλήθεια δεν κρύβεται πίσω από ιδέες-σκιές.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Αύριο...


Κάθε βράδυ ξαναγυρίζω, στο ίδιο μέρος

Και μπροστά στο καθρέπτη

Φορώ  τ’ αληθινό μου πρόσωπο

Όσες φορές και να ξαναγύρισα

Ποτέ  ο ίδιος δεν ήμουνα

Στα κουρασμένα μάτια μου

Ξεχειμωνιάζουν οι μάταιες μέρες μου

Άδειες σαίτες στον αργαλειό

Το χρόνο  μου υφαίνουν

Στάλα – στάλα η ζωή μου χάνεται

Αύριο θα γράψω ένα ποίημα

Αύριο.......

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

15 Ιουλίου



Πως άλλαξε έτσι ξαφνικά ο καιρός

Ο καύσωνας του Ιουλίου, ίσως να φταίει,

Η υγρασία του μεσοκαλόκαιρου, ποιός να ξέρει

 

Καίνε απ’ τον  ιδρώτα τα μάτια μου

Και από το λαιμό μου κρέμονται σαν χάντρες

Τεράστια, βρώμικα και δυσκίνητα ζώα

Έγειρα να κοιμηθώ,  κι ας είχα χάσει

Τα πάντα, σαν σε μια παρτίδα, μονόπολης

Ελπίζοντας την άλλη μέρα πως θα κέρδιζα

 

Και όμως ο αέρας βαρύς, ούρλιαζε,

‘ πάμε παρακάτω’, και με ματωμένο μαντίλι

Σφούγγιζε τα λιπώδες χείλη του.

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Η Γεύση της θλίψης


απόψε,

Το μαύρο της ψυχής μου

λεκιάζει το γαλάζιο τ' ουρανού

και την γαλήνη του

ρυτιδιάζουν, γεμίζοντας

τον γκρίζες πτυχές,

ανείπωτοι πόθοι,

πυρωτικοί στεναγμοί

 

απόψε

βουτηγμένος στη σιωπή

βγαίνω για μοναχικούς περίπατους

σαν άνεμος γυροφέρνω τη πόρτα σου

ξενύχτης αλήτης, ευλαβικός προσκυνητής

 

απόψε

στρώνω την μοναξιά,

για σεντόνι μου

και μιμούμαι το θάνατο

και για μοιρολόι

ακούω το κλάμα τ' ουρανού

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

                                                     Kαταραμένο πάθος
                      Σχόλια του Άριστου Τσιάρτα κατά την παρουσίαση του βιβλίου.



Το καταραμένο πάθος είναι η Τρίτη μυθιστορηματική δουλεία του Γιάννου Λαμπή. Προηγήθηκε η Ιοκάστη και ακολούθησε πριν από δύο χρόνια το Ψάξε μέσα στη σιωπή σου. Όλες του οι συγγραφικές απόπειρες χαρακτηρίζονται από τόλμη και ευρηματικότητα. Το κ.π. είναι όμως το πιο τολμηρό και πληθωρικό ιδιοσυγκρασιακά. Σε μια εποχή που πλείστοι συγγραφείς καταφεύγουν στην ασφάλεια του καθιερωμένου, του γνώριμου του οικείου ο Λαμπής αγγίζει ζητήματα προκλητικά, δύσκολα και σύνθετα που δεν τολμούμε, δεν θέλουμε ή αδυνατούμε να προσεγγίσουμε. Συνάμα το κπ είναι και το πιο ώριμο, το πιο σπαρακτικό και το πιο ανθρώπινο κατά την άποψη μου μυθιστόρημα. Ότι κάνει ειδικά το κπ να αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, προσδίδοντας ωριμότητα στο έργο, είναι ότι ο συγγραφέας ενώ ελέγχει απόλυτα το υλικό του, αποστασιοποιείται από τον εαυτό του και το θέμα του δίνοντας στο συγγραφικό του έργο μεγαλύτερη εμβέλεια. Όπως επίσης και το ότι ο συγγραφέας κατορθώνει να ξετυλίγει το γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο του έργου του και να παρακολουθεί ταυτόχρονα και ισορροπημένα την ιδιωτική ζωή, τα πάθη και την ψυχολογία των ηρώων του. Τα πρόσωπα στο κπ έχουν τη δική τους βαρύνουσα υπόσταση, τη δική τους μοίρα τα δικά τους πάθη. Διαγράφονται και σκιαγραφούνται ως χαρακτήρες που ζουν στο μισοσκόταδο την δική τους ύπαρξη και αντιδρούν με το δικό τους τρόπο. Αξιοσημείωτη είναι μάλιστα η ικανότητα του συγγραφέα να φέρνει τους ήρωες του σφόδρα αντιμέτωπους με τους οικείους τους καθώς και η δύναμη στην περιγραφή των συνειδητών ή ασυνείδητων τους αντιδράσεων. Ο συγγραφέας φωτίζει, προκαλεί και δοκιμάζει, με εξοντωτικό τρόπο τις αντιδράσεις των ηρώων του σε οριακές καταστάσεις αναδεικνύοντας ένα γενικότερο προβληματισμό για την ανθρώπινη φύση, για την ποιότητα και τα όρια των ανθρώπινων σχέσεων. Στο έργο, και στη ζωή του θα πρόσθετα, δεν επιχειρεί να εντυπωσιάσει ή να σοκάρει. Δεν επιχειρεί να παρουσιάσει την προσέγγιση του, την αντίληψη του ως ένα ολογράφημα του κόσμου. Ο τίτλος του έργο αποτελεί και τη συνολική νοηματική του κατακλείδα. Προδιαθέτει για τη δράση και την απόληξη της πορεία των ηρώων του. Θαλεγα ότι στις σημερινές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες το έργο έχει συμβολικές προεκτάσεις αποτελώντας μια επίκαιρη και συγκλονιστική μαρτυρία μια πιστή αναπαράσταση μικρών και μεγάλων δραμάτων που βιώνουν πολλές οικογένειες. To μυθιστόρημα έχει ως κεντρικό σημείο αναφοράς μια μεγαλοαστική οικογένεια της Λεμεσού με όλα τα χαρακτηριστικά μιας τέλειας φαινομενικά οικογένειας. Ο γιός τους ο Χρίστος ομοφυλόφιλος στέλλεται εσώκλειστος σε σχολείο της Ιταλίας ούτως ώστε να διαφυλαχθεί η εικόνα μιας καθωσπρέπει και με υπόληψη οικογένειας, να γλυτώσει από την κοινωνική απαξίωση και καταδίκη ενώ διαχειρίζεται το μυστικό κάτω από συνθήκες απόλυτης σιωπής. Όμως ο θάνατος του Χρίστου στην Ιταλία οδηγεί την οικογένεια σε εκρηκτικές καταστάσεις. Ο καθρέφτης της τέλειας οικογένειας ραγίζει και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας τότε <τα μυστικά αρχίζουν να ξεφυσούν σαν σκορπιοί>. Από την άλλη η κόρη της Οικογένειας διατηρεί σχέση με ένα ανερχόμενο αστέρα της δικηγορίας στην πόλη, τον Αλέξη, ο οποίος έχει πάθος με τη χαρτοπαιξία. Το πάθος του αυτό το οδηγεί σε πλήρη προσωπική, οικονομική, ψυχική χρεοκοπία και εξαθλίωση, σε μια αυτοκαταστροφική και αδιέξοδη πορεία με ολέθριες συνέπειες για τον εαυτό του, τους ανθρώπους του τη σχέση του με τη Μαρίνα. Ο συγγραφέας ισορροπεί την κατά κανόνα ρεαλιστική και επίκαιρη του αφήγηση με μια παράμετρο υπέρβασης χωρίς να γίνεται παράταιρη ή άστοχη η συμπλοκή των δύο επιπέδων αφήγησης. Δύο επιπέδων αφήγησης που χαρακτηρίζονται από συνθετική πληρότητα και τα οποία ο Λαμπής φροντίζει να χειρίζεται προσεκτικά και με συνέπεια. Τον εθισμό στο τζόγο του Αλέξη και την οικογενειακή διαχείριση της ομοφυλοφιλίας του γόνου μιας πλούσιας οικογένειας που επιτρέπει στο συγγραφέα να κτίσει μια πολυκύμαντη πλοκή που είναι ικανή να τροφοδοτήσει περισσότερα του ενός μυθιστορήματα. Τα πρόσωπα του προσπαθούν αγωνιωδώς να αντιτάξουν στην πνιγηρότητα του κόσμου τους ένα λόγο για να ζούν. Αναζητούν καταφύγιο σε μια μυστική και απεγνωσμένη ζωή που καθίσταται απώτατο όριο επιβίωσης και επιφέρει την αδιέξοδη κατάληξη και το οδυνηρό τέλος. Επιπλέον εγκαθιδρύει ένα πλαίσιο αφήγησης, διόλου δραματικό, που έχει ως βάση το έργο αλλά ταυτόχρονα το υπερβαίνει. Τούτο συμπληρώνεται από το γλωσσικό πλούτο και τη λεπταισθησία που υπογραμμίζει αντιστικτικά τη ζοφερότητα των εξιστορήσεων. Η καλοδουλεμένη ανέλιξη της πλοκής προκαλεί και διεγείρει την αγωνία και το συναισθηματικό κόσμο του αναγνώστη. Η χαρτογράφηση του ψυχικού κόσμου των ηρώων είναι αποτέλεσμα βαθιάς μελέτης του συγγραφέα και ο αναγνώστης πρέπει να παρακολουθεί με προσοχή τα χνάρια που αφήνει με τις λέξεις ο συγγραφέας για να ανταμωθεί με τα πρόσωπα της τέχνης του και τους ήρωες του. Ο Λαμπής αποτυπώνει την πιο λεπτή ψυχολογική του παρατήρηση με δυναμική στοχαστικότητα. Καταπιάνεται και περιγράφει ανθρώπους με συμβολικό βάρος που υφίστανται τη βασανιστική τους συμβίωση, την ολέθρια πορεία τους στη ζωή, την αδυναμία να ζήσουν την ιδαιτερότητα τους, την αποξένωση από το περιβάλλον τους που είναι αποτέλεσμα της διαφορετικότητας τους και την απεγνωσμένη προσπάθεια τους να βρουν ψυχικές, οικογενειακές και κοινωνικές ισορροπίες. Στην περιγραφή της εξάρτησης στον τζόγο , στη ρουλέττα, του Αλέξη, ο οποίος καταφεύγει κρυφά τις νυχτες καζίνο στην Κερύνεια για τη ρουλέττα. Η χρήση της ρουλέττας δεν είναι καθόλου τυχαία. Όπως επίσης και το μανιχαικό σχήμα μαύρο/κόκκινο ναι/όχι που σε τελική ζωή παραπέμπει στο ζωή/θάνατος. Σε αυτό το αυτοκτονικά διαδυκό σχήμα, η έννοια του χρόνου διαστρεβλώνεται ενώ νικητής και χαμένος, ραγισμένα και παραπαίοντα πρόσωπα, εναλλάσονται στο ρόλο θύτη και θύματος. Σε αυτές τις συνθήκες οι άνθρωποι δεν ποντάρουν τα λεφτά τους αλλά την ίδια τη ζωή τους. Σε αυτή τη μάχη με το πεπρωμένο ότι πολύτιμο αυτοκαταργείται. Διαβάζω από το βιβλίο <Γύρω από το τραπέζι της ρουλέττας κάθονταν ακόμα τρείς άνδρες και μια γυναίκα. Κάθισε στο κέντρο του τραπεζιού και καθώς έβγαζε τις μάρκες και τις έστηνε μπροστά του στη σειρά, αναλόγως με την αξία τους, βάλθηκε να μελετά τα πρόσωπα τους. Μορφές σμιλεμένες από την δύναμη του πάθους. Πρόσωπα ρουφηγμένα από την απουσία ονείρων και επιθυμιών. Μάτια αποξηραμένα που αν κάποιο δάκρυ κυλούσε, σίγουρα θα χανόταν μέσα στις χαράδρες και τα φαράγγια της πίκρας, του πάθους και της απόγνωσης που κουβαλούσαν. Όχι εγώ δεν είμαι σαν κι αυτούς. Απόψε είναι η τελευταία φορά που υποκύπτω στο πάθος μου, συλλογίστηκε και ένα αναστεναγμός έφυγε από τα ξεραμένα από την αγωνάι χείλη του. Πόσες φορες είχε πει τα ίδια λόγια.> Ο συγγραφέας οικοδομώντας προσεκτικά το ψυχογράφημα του Αλέξη θυμίζει έντονα τις σκηνές του Εντγκαρ Αλλαν Πόε ο οποίος περιγράφει το τζόγο ως το μέγιστο των παθών επειδή όπως λέει <μπαίνει στο αίμα σου>. Ο Λαμπής προσδίδει στη συμπεριφορά και την εξάρτηση του Αλέξη στη Ρουλέττα διαστάσεις μεταφυσικές αλλά και ενός ανίερου και αυτοκαταστροφικού πάθους, που καταδυναστεύει τη ψυχή του. Αναδεικνύει τη μοίρα των τυχερών παιχνιδιών: το ξαφνικό πέρασμα από τον πλούτο στη φτώχεια, από την τύχη στην ατυχία και αντιστρόφως. Η τράπουλα, η ρουλέττα τα ζάρια αποτελούν μανιχαικά φετίχ και ξόρκια της σύμπτωσης. Όπως ακριβώς στους ήρωες του Ντοστογιέφσκι όπου ο συγγραφέας των Δαιμονισμένων δεν κατάφερε ποτέ να απαλλαγεί από τα χρέη του εξαιτίας του τζόγου φέρνοντας τη συμφορά στον ίδιο και την οικογένεια του. Ο Αλέξης πλήρως χρεοκοπημένος και σακατεμένος, με ακυρωμένη πια την καθόλα υποσχόμενη προσωπική και επαγγελματική του πορεία, καταφεύγει σε τοκογλύφους, που φέρνουν εκβιασμούς, απειλές, την πλήρη απώλεια της περιουσίας του και την εξαθλίωση του. Η περιγραφή των διελεύσεων της πράσινης γραμμής, η ατμόσφαιρα του καζίνο στην κερύνεια, ο συγχρωτισμός εκ και τκ παικτών με άτομα του υποκόσμου, το στήσιμο της επιχείρισης σύλληψης τους δίνουν στο βιβλίο έντονα χαρακτηριστικά αστυνομικού μυθιστορήματος. Προσδίδουν όμως στον τζόγο και τα χαρακτηριστικά όχι μόνο ενός κοινωνικού αλλά και πολιτισμικού φαινομένου αφού περιέχει ικανά στοιχεία του πάθους και ακραίων συνδιαλλαγών που οδηγούν την ανθρώπινη προσωπικότητα στα όρια της. Επιτρέψτε μου αγαπητοί φίλοι να πω ότι στο βιβλίο του ο Γιάννος, χωρίς να υποκύπτει στην ευκολία του εντυπωσιασμού ή του μελοδραματισμού, ξεθάβει σκελετούς που η κάθε κυπριακή οικογένεια έχει θαμμένους στα ντουλάπια της. Και αυτοί οι σκελετοί στο βιβλίο του Λαμπή ζουν στη σιωπή. Οι σιωπές του Λαμπή, στοιχείο και των τριών μυθιστορημάτων του, αυτές οι σκοτεινές περιοχές στο φάσμα του λόγου του πιστοποιούν την ωριμότητα του ως συγγραφέα που ξέρει ότι τα σημαντικότερα πράγματα δεν εκφράζονται με λόγια. Από την άλλη δίνουν σπάνια υποβλητικότητα στον φαινομενικά νατουραλιστικό λόγο του. Η τέχνη της σιωπής κορυφώνεται στο δράμα των γονιών κατά ένα τρόπο που επιβάλλει ένα σεβασμό στα παθήματα τους. Η μητέρα προσπαθεί απεγνωσμένα να πνίξει τον πόνο και την οργή της σε μια ατμόσφαιρα ψυχικής/εσωτερικής διαπάλης. Στην αρχή, συγκλονισμένη από το θάνατο του παιδιού της, αντιδρά και δεν πιστεύει δεν αποδέχεται την ομοφυλοφιλία του γιου της. Στη συνέχεια αντιμετωπίζει και διαχειρίζεται στωικά και με μεγαλοψυχία την αποκάλυψη της αλήθειας για την ιστορία και τη διαδρομή του παιδιού της τόσο με το σύζυγο της όσο και με το δολοφόνο του παιδιού της. Μα και ο πατέρας που κάτω από το κάλυμμα της σιωπής, κυρίως της εικόνας του, λουφάζει ένα πληγωμένο ζώο. Aρνείται πεισματικά να εξωτερικεύσει την απελπισία του από το θάνατο του παιδιού του και επιδίδεται ακόμα και όταν το δράμα αποκαλύπτεται σε όλες του τις πτυχές σε μια ιεραποστολική προσπάθεια να μην κυλήσει ένα δάκρυ . Ουσιαστικά τα μεγάλα δράματα των δύο ηρώων του, τα πάθη τους και οι πολυκύμαντες και δύσκολες διαδρομές τους περνούν μέσα απο τις σελίδες του μυθιστορήματος με ένα σιωπηλό και βουβό τρόπο. Γι αυτό τα δράματα τους είναι εκρηκτικότερα και πολύ βαθύτερα απ οσο φαίνονται. Οι περιγραφές του είναι σπαρακτικές, αγωνιώδεις και βασανιστικές. Κυρίως όμως υπαινικτικές από την άποψη της διεξοδικής καταγραφής αόρατων κυματισμών, πλάγιων και έμμεσων παραπομπών . Ο συγγραφέας υπαινίσσεται πράγματα που σίγουρα μπορούσε αλλά δεν θέλησε να πεί απερίφραστα ή απροκάλυπτα αφήνοντας στον αναγνώστη ευρύ πεδίο αποκάλυψης. Είναι πρόσωπα που είναι καθημερινά δίπλα μας γύρω μας που αγνοούμε, κάνουμε υποκριτικά πως δεν υπάρχουν, που πολλές φορές εξοβελίζουμε όπως η οικογένεια Παπαδάκη και πολλές άλλες οικογένειες, ζουν στο μισοσκόταδο και διατηρούν μια κολοβή και ανάπηρη σχέση με το άμεσο και ευρύτερο τους περιβάλλον. Ο Λαμπής διαπραγματεύεται το βιβλίο του σε δύο επίπεδα και κινείται γύρω από δύο ακανθώδη και εξαιρετικά επίκαιρα θέματα για τα οποία διεξάγεται έντονη και φορτισμένη συζήτηση στη δημόσια σφαίρα και την κοινωνία. Ό ίδιος αγωνιά ψάχνει και μελετά για τα θέματα αυτά. Όμως δεν χρησιμοποιεί το μυθιστόρημα ως πρόσχημα για να εκθέσει τις πολιτικοκοινωνικές του απόψεις. Τον ενδιαφέρει πρωτίστως η μυθιστορηματική του περιπέτεια σε όλες τις εκφάνσεις της. Δεν απλουστεύει, δεν αποτιμά, δεν κατακεραυνώνει. Προσπαθεί και πετυχαίνει, να ανασυνθέσει την πορεία μιας οικογένειας γύρω από τον άξονα της αποδοχής της σεξουαλικής διαφορετικότητας και της διαχείρισης του πάθους τζόγου, με καταιγιστικές περιγραφές, με εικόνες, με φευγαλέες στιγμές, με υπόκωφα δράματα, που έχουν μεγαλύτερη σημασία από τη γενική έκβαση του διαλόγου που διεξάγεται για τα δύο αυτά ζητήματα. Απεικονίζει με διεξοδικότητα το αίσθημα της απόγνωσης στο απόγειο του, χωρίς να αφήνει κανέναν άνοιγμα στο μελοδραματισμό και την κενή αισθηματολογία. Μένει μόνο ο απολογισμός του Αλέξη, αποκαμωμένος και συντετριμμένος πια να δηλώνει <Τελικά οι άνθρωποι μεταξύ μας διαφέρουμε…στον ορίζοντα που κοιτάμε> Επιπλεον, το βιβλίο του είναι ένα αφήγημα ευρέως φάσματος έχει έντονες, βαθιές, επίκαιρες και συμβολικές προεκτάσεις. Είναι εν πολλοίς μια μυθιστορηματική τοιχογραφία της εποχής μας με επιμέρους ψηφίδες που οδηγούν στη σημερινή γενικευμένη κρίση. Το γήρας των ιδανικών, η δραματική κατάρρευση ενός κόσμου-μοιραία για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, αποδιοργάνωση κάθε άμυνας των προσώπων απέναντι στο μοιραίο,όνειρα και πεποιθήσεις που διαψεύστηκαν, άνθρωποι καταρρακωμένοι σκιές και φαντάσματα που περιπλανιούνται εξαθλιωμένοι και αβοήθητοι στο παρόν. Ακριβώς γι αυτό το λόγο ο Λαμπής δίνει με το βιβλίο του μια χαρακτηριστική, πανοραμική και πιο χυμώδη εικόνα της ζωής και της κοινωνίας της Κύπρου του σήμερα.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013


Η δική μου γιορτή

 

Πέφτω να κοιμηθώ, έτοιμο είναι

το χωμάτινο κρεβάτι, και το

μαξιλάρι καμωμένο από κλώνια

αποξεραμένα, πολύχρονου κυπαρισσιού

 
Για σεντόνι, ένα κομμάτι

ουρανού, και στο προσκεφάλι,

ένα τρεμάμενο αστέρι

με φλόγα χλωμή, να τρεμοπαίζει

στο χάδι του ακοίμητου ανέμου
 

Για προσευχή, άσε, τον ήχο

να ακουστεί, εκείνον τον ξερό,

καθώς σαπίζουν, ραγίζουν

και σπάζουνε τα φύλλα.

 
Μην γελαστείς να έρθεις το πρωί να με φωνάξεις,

μην αφήσεις κλάμα ν’ ακουστεί

 
Τον ύπνο μου δεν πρέπει να χαλάσεις

Είναι δικιά μου, αληθινά,

Ετούτη η γιορτή.

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

‘Καταραμένο Πάθος’,
 
ένα μυθιστόρημα που θα σας οδηγήσει μέσα από οδυνηρά συναισθηματικά μονοπάτια και απροσδόκητες ανατροπές, μέχρι να επέλθει η λύτρωση και να δώσει απάντηση σε όσους έχουν ποτέ αναρωτηθεί αν είναι δυνατόν να υπάρχει συγχώρεση ακόμα και όταν ο πόνος είναι δυσβάστακτος.

Μετά τον αινιγματικό θάνατο του Χρίστου, η οικογένεια Παπαδάκη παρασύρεται σε μια οδυνηρή και ατελείωτη δίνη. Ο καθρέπτης της 'τέλειας’ οικογένειας ραγίζει και τα μυστικά αρχίζουν να ξεφυσούν από τις ρωγμές σαν σκορπιοί, δηλητηριάζοντας τις ζωές και τις σχέσεις τους και φέρνοντας τους αντιμέτωπους με βασανιστικά διλήμματα και ερωτήματα.

Πόσο καλά γνωρίζουμε τα παιδιά μας; Τον σύντροφο μας ή τον ερωμένο μας;

Πόσο έτοιμοι είμαστε να αποδεχτούμε την διαφορετικότητα τους ακόμα και τα πάθη τους;

Τζόγος, έρωτας, δολοπλοκίες, ομοφυλοφιλία.

Πάθη που κρύβονται επιμελώς από τα σαρκοβόρα μάτια της κοινωνίας.

Πόσο καλά προφυλαγμένα είναι όμως, και πόση δύναμη έχουμε για να τα ξεπεράσουμε;