Κυνηγός τ’ ονείρου
Ο Σελίμ, ξεπρόβαλε δειλά το
κεφάλι του από το άνοιγμα της πόρτας. Σαν γροθιά στο πρόσωπο τον κτύπησε το
κρύο. Κοίταξε το γειτονικό σπίτι και μετά το αντικρινό. Και τα δύο ήσαν φωτισμένα.
Μικρά, πολύχρωμα λαμπιόνια αναβόσβηναν στα τζαμοπαράθυρα. Οι τσιμινιέρες
κάπνιζαν. Λίγο πριν κλείσει τη πόρτα έριξε μια ματιά ως το βάθος που έσβηνε ο
δρόμος. Όλα τα φανάρια ήταν αναμμένα. Από
τους φανοστάτες κρέμονταν Άγγελοι λευκοί και χρυσαφένιες καμπάνες. Όλα λουσμένα
μέσα σε άπλετο ζεστό φωτισμό. Χαμογέλασε
πικρά. « σίγουρα δεν υπάρχει πρόβλημα στην ηλεκτροδότηση της περιοχής, έπρεπε
να το είχα πληρώσει », συλλογίστηκε.« δεν πειράζει όμως, εγώ μπορεί να μην έχω
ηλεκτρισμό, αλλά ο μικρός μου ο Αλί, σήμερα πήγε στο σχολείο με φαγητό στη σάκα
του, για το διάλειμμα. Αυτό μου είπε η μάνα του, πριν λίγο όταν της τηλεφώνησα.
Αχ, καλή μου Ράνια, πόσο μου έχετε λείψει!».
Τ’ αγιάζι γλιστρούσε σαν φίδι
από τις χαραμάδες και πάγωνε τη σκοτεινή
κάμαρα. Έτριψε μεταξύ τους τις αργασμένες χούφτες του για να ζεσταθεί. Τράβηξε
μια χιλιότρυπη κουβέρτα και σκεπάστηκε. Προσπαθούσε να μην σκέφτεται. Όμως
μάταια. Κάθε σφύριγμα του λυσσασμένου αέρα, έφερνε στο μυαλό του και μια
ανάμνηση. Σήμερα στην οικοδομή ένας συνάδελφος του τον ρώτησε, « από πού είσαι,
ποιά είναι η πατρίδα σου, σε περιμένει κανείς εκεί; ». Το κρύο του τρυπούσε τα κόκαλα. Σηκώθηκε και
άρχισε να περπατά, μήπως και ζεσταθεί. Μια καμαρούλα, δύο μέτρα επί δύο. Πέντε
βήματα όλα κι όλα, και ξανά πίσω. « μπορεί η ελπίδα και τα όνειρα μου να με
έφεραν εδώ. Αλλά,ναι, έχω κι εγώ πατρίδα. Την
αγαπώ τη πατρίδα μου. Εκεί έχω και οικογένεια. Ναι, αλήθεια σου λέω, έχω και
οικογένεια. Μια γυναίκα που την αγαπώ και με αγαπά. Και, έχω κι ένα γιο, θα πρέπει
να έχει ψηλώσει τώρα, σωστός άνδρας, θα έγινε ». Αυτά ήθελε να του πει, αλλά
ένας κόμπος του έφραξε το λαιμό. Δεν έβγαινε η φωνή του. Κύλησε σαν ένα χοντρό
μαύρο δάκρυ, που το σκούπισε αμέσως, μην
το δει κανείς.
Από μακριά ακούστηκε μια
καμπάνα. Σταμάτησε να πηγαινοέρχεται και αφουγκράστηκε. Κτυπούσε χαρμόσυνα,
αναγγέλλοντας τη γέννηση του Χριστού. Ο ήχος πέρασε στο κεφάλι του και ζωντάνεψε
τις αναμνήσεις του. Το μυαλό του ταξίδεψε τρία χρόνια πριν, τη μέρα που του
κτύπησε τη πόρτα ένας παλιός γνώριμος του. Τον καλοδέχτηκε. Ήταν φιλόξενος
άνθρωπος. Δεν ήταν πλούσιος, όμως από το σπίτι του Σελίμ, δεν έφευγε κανείς
χωρίς να κεραστεί και να ξεκουραστεί. Του μίλησε για μια νέα ζωή. Του έδειξε
φωτογραφίες με σπίτια φωτεινά. Γυναίκες με ολοκαίνουργια ρούχα να χαμογελάνε.
Μαγαζιά τεράστια με λιχουδιές και κάθε λογής νοστιμιά. Του έδειξε τη φωτογραφία
ενός αγοριού. Πρέπει να ήταν περίπου πέντε χρονών, στην ηλικία του γιου του,
του Αλί. Φορούσε γκρίζο παντελόνι, πουκάμισο άσπρο κολλαριστό και στην ράχη μια
ολοκαίνουργια σάκα. Περνούσε εκείνη τη στιγμή το κάγκελο για να μπει στο προαύλιο
του σχολείου. Στο πρόσωπο του έλαμπε ένα χαμόγελο ευτυχίας καθώς η μαμά του
έδινε ένα σάντουιτς και ένα χυμό. Τον ρώτησε, θυμάται, τότε ο γνωστός. « δεν θα
ήθελες να δεις αυτό το χαμόγελο και στου παιδιού σου το πρόσωπο;». Το όνειρο
ήδη είχε αρχίσει να ξεδιπλώνεται μέσα στο μυαλό του Σελίμ όταν η φωνή του επισκέπτη
του, το διάκοψε στη μέση.
« σου δίνω την ευκαιρία να
κάνεις το όνειρο σου πραγματικότητα».
« Πέρασαν τρία χρόνια και όμως
ακόμα την αναζητώ », η κραυγή του Σελίμ ακούστηκε σαν αντίλαλος μέσα στο γυμνό
και μισοσκότεινο δωμάτιο.
Ξαφνικά χοντρές σταγόνες
βροχής κτύπησαν τη τσίγκινη οροφή του στενάχωρου δωματίου του Σελίμ. Τρόμαξε.
Έφερε τα χέρια σταυρωτά μπροστά στο στήθος του και αρχίνησε να τρίβει τα
μπράτσα του. Κρύωνε. Τα χείλη του είχαν μπλαβίσει.
Σε λίγο, το νερό άρχισε να στάζει
από τη στέγη. Κούρνιασε σε μια γωνιά. Σαν ένα χέρι δυνατό οι αναμνήσεις τον κρατούσαν δέσμιο στα προηγούμενα τρία
χρόνια. Ο τελώνης είχε λαδωθεί και άφησε την καγκελόπορτα της αποβάθρας
ανοιχτή. Μεσάνυχτα. Αφέγγαρα. Ο δρόμος για το κυνήγι του ονείρου ξεκινούσε.
Μαζί με καμιά δεκαριά άλλους συμπατριώτες του βρέθηκαν μέσα σε ένα σαπιοκάραβο.
Τους οδήγησαν στο αμπάρι. Μύριζε πετρέλαιο και κλεισούρα. Τους έριξαν πίσω από
στοιβαγμένα εμπορεύματα. « λαθρομετανάστες », για πρώτη φορά άκουε αυτή τη
λέξη. Ο Σελίμ, είχε ζητήσει να έχει κι αυτός μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία στ’
όνειρο. Μια ευκαιρία να δει το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του γιου του. Το
πλοίο είχε σαλπάρει. Σε λίγες μέρες η μπόχα τ’ αμπαριού έγινε ακόμα πιο βαριά.
Γέμισε ανθρώπινο ιδρώτα, ούρα και περιττώματα. Μια μέρα μόνο απέμεινε και θα
έπιαναν στεριά. Κάποιοι είχαν σταματήσει να ελπίζουν, κάποιοι δεν θα έφταναν
ποτέ. Έφθασαν νύχτα. Κυνηγήθηκαν. Διώχτηκαν. Μπήκαν αρκετές άλλες φόρες σε
κλειστά αμπάρια κυνηγώντας το όνειρο και την ελπίδα. Δρόμοι κλειστοί κι αδιέξοδοι.
Η βροχή δυνάμωσε. Το δωμάτιο
γέμισε υγρασία. Το κορμί του μελάνιασε από το κρύο κι άρχισε να μουδιάζει.
Σκέφτηκε να βγει έξω στη βροχή και να κτυπήσει τη πόρτα του γειτονικού σπιτιού.
« Είναι Χριστούγεννα » συλλογίστηκε, « μέρα αγάπης », αυτό του είχε πει τ’
αφεντικό. « Θα με δεχτούν να καθίσω λίγο στη φωτιά, ίσως να με κεράσουν και ένα ζεστό φλιτζάνι τσάι ».
Δεν μπορούσε να ελέγξει το μυαλό του και βούτηξε πάλι στις αναμνήσεις του. Πριν
λίγες μέρες διασταυρώθηκε ο δρόμος του με τη κυρία του γειτονικού σπιτιού.
« καλησπέρα », της είπε, « τι
κάνετε μαντάμ; », και μάλιστα στη γλώσσα της. Είχε προσπαθήσει να μάθει τα
βασικά, για να μπορεί να συνεχίσει να κυνηγά το όνειρο του. Αυτή γύρισε το
κεφάλι αλλού. Της ήταν δύσκολο να του ρίξει μια ματιά φιλική και ένα χαμόγελο.
Πόσο μάλλον να χωνέψει πως είχε για γείτονα
ένα μετανάστη. Ένα βραχνό, χοχλακιαστό γέλιο ξεπήδησε από τα παγωμένα στήθια
του Σελίμ. Θυμήθηκε τα μούτρα της όταν ένα Κυριακάτικο πρωινό, την ώρα της
μπουγάδας, τον επισκέφθηκε τ’ αφεντικό. Του έφερε την απόδειξη ότι είχε στείλει
τον μισθό του στη γυναίκα και στο παιδί του. Του έφερε μάλιστα και δώρο για
κάποιες υπερωρίες που είχε δουλέψει, αλλά, και για να τον ανταμείψει για την
εργατικότητα και το φιλότιμο του, ένα
μικρό τρανζιστοράκι. Μόλις έφυγε τ’ αφεντικό, το άναψε και βρήκε τη συχνότητα
που μετάδιδε τραγούδια της πατρίδας του. Εκείνη τη στιγμή ακουγόταν ένα
αγαπημένο του τραγούδι. Το άνοιξε στη διαπασών. Του θύμισε τη πατρίδα, τη μάνα,
το γιο του και τη γυναίκα του. Άρχισε να τραγουδά δυνατά. Έστειλε τότε η κυρία
την αλλοδαπή υπηρέτρια της να του πει να το κλείσει αλλιώς θα καλούσε την
αστυνομία. Αναγκάστηκε να το κλείσει.
Πως θα μπορούσε να καταλάβει αυτή πόση ανάγκη είχε αυτό το ξέσπασμα και αυτή τη
μουσική. Τον έπαιρνε για λίγο κοντά στους δικούς του ανθρώπους. Και γιατί να
νοιάζει τη μαντάμ, τι ανάγκη είχε ένας μετανάστης;
Το κορμί του πονούσε. Γέμισε
βελόνες. Το μέτωπο του καιγόταν από το πυρετό. Το μυαλό του θόλωσε. Άρχισε να
παραλογίζεται. Η παράγκα φωτίστηκε και ζεστάθηκε. Κοίταξε τριγύρω.
Στη γωνιά ήταν αναμμένο το τζάκι. O
Αλί, ξαπλωμένος στο χαλί ήταν βουτηγμένος
μέσα στη θαλπωρή της φωτιάς και στα χέρια του κρατούσε μια μεγάλη, στρογγυλή
υδρόγειο σφαίρα. « να, εδώ ακριβώς είναι η πατρίδα μας » φώναζε, και την ίδια
στιγμή έδειχνε το σημείο με το δάκτυλο του. Η αγαπημένη του Ράνια, στεκόταν στη
κουζίνα και ανακάτευε το ζεστό τους φαγητό, ενώ ένα γλυκό και γεμάτο αγάπη
χαμόγελο έκανε το πρόσωπο της να λάμπει. Έξω ο ουρανός έριχνε χαλάζι. Ο θόρυβος
στους τσίγκους έφθασε σαν κτυπήματα στην πόρτα, στ’ αυτιά του Σελίμ.« Όποιος
και να είναι τέτοια ώρα, να κοπιάσει, έχει θέση στη φωτιά και στο τραπέζι του
Σελίμ» φώναξε και πετάχτηκε πάνω. Άνοιξε τη πόρτα κι όρμησε έξω στο ανεμοχάλαζο, «
κοπιάστε, σήμερα είναι μέρα Αγάπης ».