Άτιτλο
Ίδιοι τελικά οι δρόμοι της ζωής μου; μα πως; δεν γίνεται,
όλο τα ίδια σαν χθες, σαν προχθές και σαν αύριο,
μόνο κάποτε κι αραιά με επισκέπτονται τα βράδια στα όνειρα
αλλά και στο ξυπνητό μου, κάτι σιχαμερές κόκκινες παπαρούνες
που μου θυμίζουν πως το αίμα δεν πάει χαμένο και πως γίνεται
μόνιμος εφιάλτης των αδίκων
Και νάμαι πάλι στο σταθμό, να ξημεροβραδιάζομαι και να
περιμένω,
άραγε μάταια; ποιός να ξέρει; αλλά και τι σημασία έχει πλέον
να διερωτώμαι πόσο απόθεμα ζωής να έχω ακόμα;
Και το πρωινό, ψυχρό σαν δικαστικός επιδότης, τυπικός στο
ραντεβού του
έρχεται και παρασέρνει την απόφαση της καταδίκης μου,
και επιδένει με επιδέσμους την πληγωμένη μνήμη που ακόμα
αντέχει
Δεν θέλω πια να σας μιλώ για τη βροχή, για τον αέρα,
ούτε για τα λουλούδια και τα δέντρα, ούτε γι’ αγάπη,
μα ούτε για τους κρυφούς μοναχικούς θανάτους
απλώνω φτερά σε μια μητριά πατρίδα όπου όλοι ίδιοι είναι οι
άνθρωποι,
γκρίζοι με πεσμένα φρύδια και πλατειασμένα στόματα από τα
παρακάλια,
και τα μάτια τους πετρωμένα από την προσμονή, κοιτάζουν στο
ίδιο αόρατο τοπίο.