Τώρα, είναι αργά
Δεν μ’ άκουσες που ήρθα, έστω κι αν μπήκα από μπροστά
την κύρια είσοδο του σπιτιού, όπως την έλεγες,
τρόμαξες για μια στιγμή σαν την άκουσες να τρίζει
ύστερα όμως, χαμογέλασες γιατί νόμισες πως δεν είχε κλείσει
καλά
και την άνοιξε μ’ ένα φύσημα του ο αέρας
Καθόσουνα στο καναπέ και κοίταζες ένα άλμπουμ
πολυχρονισμένο με κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες
κάθισα δίπλα σου, έτσι όπως συνήθιζα,
αλήθεια θυμάσαι; με πρόσεξες ποτέ;
πάλι όμως δεν μου μίλησες και καμώθηκες πως δεν με είδες,
έτσι έκανες πάντα,
μετά σηκώθηκες, σ ακολούθησα, και μπήκες στο δωμάτιο,
αυτό που όταν έφυγαν τα παιδιά το χρησιμοποιούσα για γραφείο
μύριζε μούχλα κι άνοιξες το παράθυρο να μπει φως και καθαρός
αέρας
Έκανες να καθίσεις στη καρέκλα μου, αλλά μετάνιωσες
και στάθηκες στο πλάι φυλλομετρώντας μια στοίβα
από σημειώσεις κι ατέλειωτα ποιήματα μου,
πέρασες το χέρι σου απαλά, τα χάιδεψες, πήρες ένα στη τύχη
και το διάβασες, για πρώτη σου φορά διάβαζες δικό μου ποίημα
σε κοίταζα με ανείπωτη χαρά και πρόλαβα να δω ένα σου δάκρυ
ίσως και να μου φάνηκε, πάντως εγώ το είδα να κυλά στο
μάγουλο σου
Στη ζωή τις ήθελα τις φροντίδες, την έγνοια, και έστω ένα
μικρό χάδι
τώρα τι να τα κάνω; αυτά είναι για τους ζωντανούς όχι για
τους πεθαμένους
σου φώναξα κι έφυγα όπως μπήκα, πρέπει να μ’ άκουσες,
ναι, είμαι σίγουρος, μ’ άκουσες, γιατί με πρόλαβε το κλάμα
σου
στη μέση του κήπου με τους κατιφέδες