Είναι οι καιροί όπου
τα παιδιά γίνονται μεγάλοι
από τη μια στιγμή
στην άλλη,
τ’ αγόρια
ξυρίζονται πριν ακόμα βγάλουν γένια
και τα
κορίτσια μαυροντυμένα
νανουρίζουν τα
μικρά αδέλφια τους
κι είναι ολόιδιες
σαν πολυχρονισμένες μάνες
Αμίλητα στην άκρη
του βράχου
κοιτάζουν τα
καράβια
να φεύγουν
σφυρίζοντας χωρίς αυτά,
και τ’
αποχαιρετάνε ξέροντας
πως δεν θα ‘ρθουν
πίσω ξανά
Υγραίνονται τα
μάτια τους
κι αγκαλιασμένα
ατενίζουν την απεραντοσύνη
της θάλασσας, κι
ορκίζονται ψιθυριστά,
« κι ας μας κρατάνε
φυλακισμένους πελώρια τείχη,
εμείς θα τα γκρεμίσουμε
με το δυνατό
σφίξιμο των παλαμών μας
και με το τραγούδι
μας, αδελφέ,
αντάμα θα
παλέψουμε τ’ άδικο,
μάρτυρας μας να
‘ναι οι στίχοι
που γράφουνε τα
κύματα κι είναι αληθινοί »