Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014


Φίλε

 

Σου στέλνω ένα γεια, είμαι καλά αγαπημένε φίλε,

αλλά πως να ταξιδέψουν οι λέξεις μου, τώρα που άνεμος δεν φυσά;

όμως το ξέρω, μόνο εσύ μπορείς, σίγουρα θα τις ακούσεις,

όπως παλιά, έτσι και τώρα, ακούς το περπάτημα της βροχής

και  μαντεύεις τις καταιγίδες  που μ’ έχουν ζώσει
 

Ποτέ δεν είχα κάτι τόσο δικό μου,

αλήθεια με αλήθεια., αγάπη με αγάπη

ακόμα και τις ξεχασμένες πληγές μου,

που όμως δεν σταμάτησαν ποτέ να αιμορραγούν

και το μυστικό που διαλύει τα σπασμένα μου στήθια

εσύ μπορούσες με τη καρδιά σου να τις νοιώσεις
 

Όταν με χαιρέκακο γέλιο, που έκρυβαν μέσα στις κόγχες των ματιών,

μου έκρυβαν τον ήλιο και έτρωγαν τη σάπια μου σάρκα,

κι όταν ακόμα τις πληγές μου άλειφαν με ξύδι,

από μια ματωμένη ρωγμή στη μέση του ματιού σου

έσταζες αγιασμό, σαν δάκρυ μάνας που δεν στέγνωσε ποτέ

και μου ‘λεγες, μη φοβάσαι, μπόρα είναι θα περάσει,

έχω ουρανό και για τους δυο, μήτρα είμαι για σένα που ξημερώνει  φως,

εγώ είμαι εδώ, μη φοβάσαι φίλε κι αδελφέ.

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014


Θυμάσαι;

 

Θυμάσαι; Τις νύχτες στο κήπο μας είχαμε πάντοτε γιορτή,

κολυμπούσαμε μέσα στα χρώματα και τα λουλούδια,

ο ουρανός κατέβαινε και μας σήκωνε στη πλάτη του,

κι εμείς στ’ απέραντο του, σχεδιάζαμε ταξίδια
 

Θυμάσαι; Τα σύννεφα έστυβα, τα χείλη σου να ξεδιψάσεις

κι από τ’ αστέρια έκλεβα το φως, στο δρόμο σου το σκόρπιζα

μην τυχών και στο σκότος εσύ τρομάξεις

 
Τώρα στην δική μας την αυλή, φύτρωσε χορτάρι μαύρο,

κι έχει η καρδιά, σαν δειλινό, τα πέταλα της κλείσει,

δεν κελαηδούν τ’ αηδόνια, μόνο σκούζουν ακρίδες νηστικές

που κρέμονται απ’ τα σάπια δόντια τους, βατράχων σάρκες
 

Στου προδομένου την αυλή, κουρνιάζει η νύχτα στ΄ αγκάθια,

κοράκια μαύρα παντρεύονται τον ήλιο  και τη βροχή,

κολυμπούν σε ένα πηγάδι αίμα, και φέρνουν στο φως

πικρό, δύσμορφο τον αμαρτωλό καρπό τους,

που πνίγει την αγάπη, με της ψευτιάς του, τις αναθυμιάσεις.

 

 

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014


 
Ν ακούς τις σιωπές

  

Σε κρεβάτια υγρά από έρωτα

άφησα το κορμί μου να κυλήσει

σε μια πορεία που ήταν απ’ αρχής σχεδιασμένη

κι είναι όλα έτοιμα για την τελευταία μου φυγή

 
Θανάτου μυρωδιά πλανάται στον αέρα

το ξέρω με περιμένει καρτερικά

στη γωνιά σαν κέρβερος πεινασμένος

 
Βουβό κενό με καταπίνει

σιωπηλά σαν του νερού

τ’  άδειο αγκάλιασμα

 
Ξοδεύω αλύπητα τα λίγα όνειρα

που απέμειναν στις τρύπιες τσέπες μου

ένα όνειρο παράξενο μονάχα έχει μείνει

 
Ψάρια τυφλά με οδηγούν

και μ’ αιμάτινα δάκρυα στα μάτια οι Ερινύες

μου ψιθυρίζουνε  στ’ αυτί

καθώς των πεθαμένων μου τα κόκαλα

χτυπάνε λυπημένα

 
Το ξέρω, είναι πολύ αργά πια τώρα

λιώνω, σβήνω μαζί με τ’ όραμα μου

 
Να ακούς τις σιωπές,

θα ‘ναι τα λόγια μου που ακόμα δεν σου είπα.

Είναι Άνοιξη!
 
 
Είναι Άνοιξη, τα χελιδόνια το φωνάζουν,

κι όμως σκοτείνιασε νωρίς,  κι έχω τη πόρτα μου κλειστή,

φορώ ακόμα εκείνο το μάλλινο παλτό και σβήνω τα φώτα

να μην φαίνομαι απ’ έξω, καθώς μετρώ τα βήματα μου

 

Αχ! και να’ ταν εύκολο μ’ ένα κλειδί

να ξεκλείδωνα τη πόρτα, πόσο θα το ‘θελα, μα φαίνεται

έχασα πολύτιμο χρόνο, μέσα στα όνειρα μου.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014


Τότε, τι είναι ο θάνατος;

 

Με ρώτησες σε μια ανυποψίαστη στιγμή

-          τι είναι ο θάνατος;

κι εγώ δεν ήξερα τι να σου απαντήσω,

κοίταξα αμήχανα γύρω μου,
 

άνθρωποι σκυφτοί  και σκυθρωποί

που ξέχασαν πλέον να  χαμογελούν

και δεν ερωτεύονται ποτέ τους

που δεν ονειρεύονται και δεν τολμούν,

καθώς, βολεμένοι σε προδιαγραμμένες ζωές

σφραγισμένες σε κύβους από τσιμέντο

ζούνε ψεύτικες στιγμές μ’ αποστειρωμένες ανάσες

 
με κοίταξες, χαμογέλασα, και σου ‘πα

-           αν δεν είναι αυτός ο θάνατος, τότε τι είναι;

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014


Σύγχρονος επαναστάτης

 

Και ας μέσα μου ήξερα ότι αυτοί ήσαν σίγουροι,

‘ θα πέσει η πόλη’ και θα πιάσει καλή τιμή το ’εμπόρευμα’
 

Και ας ήξερα ότι ο κόσμος πάντα άλλαζε από τους λίγους,

από τους τρελούς και ρομαντικούς
 

Και ας ένοιωσα την ανάγκη να βγω στους δρόμους

και να υψώσω τα χέρια μου

να ξεκρεμμάσω τα αστέρια

και να τα κάνω λάβαρο μου και να φωνάξω

φτάνει πια, κυνηγοί ονείρων και φονιάδες
 

Κουρνιάζω και πάλι στη γωνιά μου, βολεμένος,

βάζω σε τάξη τα κομμάτια μου

στολίζω τους τοίχους με κομμένα κεφάλια και πόδια

κλείνω τα παράθυρα στον ήλιο και ζωγραφίζω φωτιές στις πόρτες

στέκομαι όρθιος και μόνος τη γροθιά μου ανεμίζω
 

Και ας ξέρω ότι θέλει ακόμα πολύ φως να διώξει το σκοτάδι

και ακόμα περισσότερο θάρρος και κουράγιο να παραδεχτώ την ήττα μου

 

 

 

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014


Τούτες τις μέρες

 

Ας  σταθούμε τούτες τις μέρες καλέ μου φίλε

μπροστά στα χρώματα τ’ ουρανού και της γης

και στο φως που σκορπά το όραμα της συμφιλίωσης
 

Ας γίνουν τα λόγια μας κόκκινα γαρύφαλλα και κόκκινα

τριαντάφυλλα κι αντάμα η άνοιξη της ελπίδας

θα στείλει τα ταξιδιάρικα πετούμενα της να πάνε το μήνυμα μας μακριά

κι όλοι μαζί ας βγούμε στους σκαμμένους

με ιδρώτα και αίμα δρόμους του κόσμου και της αλήθειας

να φωνάξουμε το δικαίωμα των λαών για ένα καλύτερο

κόσμο. Ας δώσουμε τα χέρια για ν’ ανθίσουν

κ’ οι ξεραμένες αυλακιές απ’ τις ρυτίδες της πίκρας

στις μορφές των προγόνων μας  που ο ήλιος των τρυφερών οραμάτων

σμίλεψε με το σμιλί  της αξιοπρέπειας
 

Οι άνθρωποι προσδοκούν ονειρεύονται

ελπίζουν κι αγωνίζονται για μια καλύτερη πατρίδα

για έναν καλύτερο κόσμο

για ένα καλύτερο αύριο

 
Τούτες τις μέρες καλέ μου φίλε

ας σφίξουμε τα χέρια μας για να μην βρει καμιά χαρακιά

και γλιστρήσει η ελπίδα