Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012


Άτιτλο 13

 

Η θλίψη απόψε έχει γιορτή

κι' εσύ επίτιμη προσκεκλημένη.
 

Πρώτη γραμμή,

αναθεματίζεις τη μοναξιά σου,

κι' η χαρά άπιαστη, χωρίς κάτι καινούργιο.

 
Κλαις; τα δάκρυα σου στάζουν

ποτάμι στο κόρφο σου κυλάνε, άκου,

ο φλοίσβος θωπεύει την ελπίδα!

Κι' αν δεν μπορεί να σου χαρίσει την ευτυχία

καράβι γίνεται και σε φυγαδεύει απ' τη δυστυχία.

 
Η ανία απόψε έχει γιορτή,

κι' εσύ  αλιεύεις κοράλλια

στο βυθό των ματιών του

χαϊδεύοντας τις γραμμές του

σε σέπια κανναβάτσο.
 

Η απελπισία απόψε έχει γιορτή.

ξεπέταξε το χλωμό, μαραμένο ένα της στήθος

και σε κερνά δαφνομιλώντας.
 

Το όνειρο απόψε, γεννήθηκε

βγες έξω, και στο χιόνι ζωγράφισε

 

Αν ψάχνεις, αν ρωτάς, τι;

τότε , γιατί να το κάνεις;

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

  1. Όνειρο...

    Αποκοιμήθηκα, σε ξύλινο παγκάκι
    και είδα να μετράν το σώμα μου
    σκελετωμένοι ρασοφόροι.

    Φορούσαν ράσα από χρυσό
    και χόρευαν ξετρελαμένοι.
    Κτυπούσανε το ξυλουργό
    γρήγορα να τελειώνει το
    μαύρο κουτί από ξύλο καρυδιάς,
    και του δώσανε καρφιά
    μεγάλα, μαύρα γυριστά
    για να σφραγίσουνε καλά.
    Φοβόντουσαν οι δαιμονισμένοι
    μήπως και ξυπνήσω
    και χάσουνε τα κόλλυβα,
    πρόσφορο δεν χαρούνε.

    Αντί για ψάλτες
    φέρανε μοιρολογήτρες.

    Η πιο γριά, με δόντια σάπια
    άνοιξε το δεφτέρι της, έσκυψε και μου πε

    Κοίτα πως πέφτουν τα φύλλα
    απ΄τα κλαδιά, σαν κουραστούν
    και ξεραμένα κείτονται
    στην άκρη του σκονισμένου δρόμου
    έτσι και συ μια χούφτα θα γενείς
    πριχού σε θάψουνε ακόμη...

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012






"Ψάξε μέσα στη σιωπή μου"
Ανάλυση του βιβλίου από το Άριστο Τσιάρτα
( Προιστάμενος αρχής κατά των διακρίσεων)



Τα παιδικά χρόνια αποτελούν προνοµιακό πεδίο για τη λογοτεχνία, που ανακαλύπτει συχνά µια πολύ ισχυρή φλέβα στην επικράτειά τους. Είναι άλλο όµως οι παιδικότητα και οι εικόνες της ξεγνοιασιάς ή ακόμα του τραύµατος  και άλλο η λογοτεχνική μεταφορά  της παιδικής ηλικίας  πέντε ανήλικων παρατημένων παιδιών σε κεντρική αφηγηµατική σκηνή, Ιδίως όταν τα πάντα   περιστρέφονται γύρω από  την εκμετάλλευση, την εμπορία και  τη δουλεία απέναντι σε πέντε μικρά παιδιά  που μόλις αρχίζουν να  ψηλαφίζουν τον εαυτό τους και τον κόσμο.

Ο Λαμπής με το μυθιστόρημα του <Ψάξε μέσα στη σιωπή μου>  μας εισάγει  στον κόσμο του παιδικού τραφικινγκ χωρίς να  αφήνει υποψίες  για στροφή του προς μια λογοτεχνία εμπορικών στόχων αλλά και χωρίς να επιδιώκει την αναγνώριση του κοινού μέσω της  προσαρμογής  στις δικές του ευαισθησίες και προσληπτικές δυνατότητες.

Αυστηρά προσηλωμένος στη δύναμη της γραφής του,  μας προκαλεί επίσης  να αναστοχαστούμε σ ένα βαθύτατα κοινωνικό φαινόμενο, σένα εμβληματικό κόσμο ανομίας και ατιμωρησίας  που δοκιμάζει των πολιτισμό των ατόμων και των κοινωνιών. Αλλά και να aναλογιστούμε για τα φαινόμενα που μπορεί να αναπτυχθούν σε μια κοινωνία ανάλγητη και απαθή όταν αποδυναμώνονται τα αντανακλαστικά περιφρούρησης πολύτιμων κοινωνικών αγαθών όπως η προστασία της παιδικότητας και της αξιοπρέπειας.

Επιλέγοντας το συγκεκριμένο θέμα  ο συγγραφέας  ανοίχτηκε  σε περιοχές  λογοτεχνικά ανεξερεύνητες, μέχρι σήμερα, για να μας μεταφέρει τους κανόνες και τον άγριο μικρόκοσμο τους. Ένα κόσμο  άξεστο, χωρίς συστολές και αναστολές.

Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας   μελέτησε πολύ πριν τη συγγραφή. Έψαξε με πάθος και για αρκετό καιρό  το θέμα της παιδικής εμπορίας και εκμετάλλευσης. Η δική του λογοτεχνική  διαπραγμάτευση της εμπορίας προσώπων χαρακτηρίζεται από πληρότητα, αφού  αφορά σε όλες τις σύγχρονες της  εκφάνσεις και μεταλλάξεις. Η προβολή της παιδικής εκμετάλλευσης καλύπτει όλες της τις διαστάσεις. Διαστάσεις που δείχνουν ότι το νήμα του φαινομένου του παιδικού τραφικινγκ είναι αιμάτινο και το κουβάρι μπερδεμένο. 

Γνωρίζοντας προσωπικά το συγγραφέα για πολλά χρόνια θα λεγα  ότι το βιβλίο αυτό δικαιώνει την επιλογή του να αναζητεί κάθε βράδυ, εσώκλειστος των λέξεων, το ύφος του να παλεύει να το κερδίσει με καιρό και με κόπο.  Δικαιώνει ταυτόχρονα και την άποψη  του ότι στο λογοτέχνη εκτός από την κλήση  και την έμπνευση χρειάζεται σκληρή δουλειά και αδυσώπητη πειθαρχία.

 Πάντως, το, Ψάξε μέσα στη σιωπή μου, λόγω των λογοτεχνικών του αρετών και γνωρισμάτων, της αφηγηματικής δεξιότητας του συγγραφέα  αλλά και  της αναπόφευκτης κριτικής του δριμύτητας, ξύνει πληγές. Και τις ξύνει επίτηδες. Κατά έναν τρόπο, καλά κάνει. Η λογοτεχνικότητα της γραφής του Λαμπή  εκφράζει κάτι που μόνο μ΄ ένα ουρλιαχτό οργής θα μπορούσε να εκφραστεί. Αφυπνίζει την προγραμματισμένη και ανέμελή ζωή μας. Προκαλεί τη σιωπή μας.  Υπερ αυτής της εκδοχής φαίνεται να συνηγορεί και ο προτρεπτικός τίτλος του βιβλίου με την εξήγηση του στο οπισθόφυλλο.

Η προσέγγιση  αυτού του αδυσώπητου  και αμείλικτου κόσμου του παιδικού τραφικινγκ φέρνει στο νου τους στίχους του Καρυωτάκη και τα Νηπενθή:

Δικά μου οι στίχοι/απ΄το αίμα μου παιδιά…

Μα και την τελευταία ζοφερή σκηνή στις Μαριονέτες του Μπέργκμαν όπου ο παγιδευμένος ψυχικά πρωταγωνιστής για να δηλώσει τη συντριβή του επαναλαμβάνει μονότονα «Όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί».

Ο αφηγηματικός λόγος του Λαμπή είναι τριτοπρόσωπος.  Ξεκινά με το αδικαίωτο μιας προσωπικής αγάπης και μας οδηγεί βαθμιαία στον ανηλεή ζοφερό κόσμο της κόλασης. Αυτόν της εμπορίας και της εκμετάλλευσης πέντε εγκαταλειμμένων παιδιών. Των ψυχικών και σωματικών βιασμών, των διαστροφών, των απαγωγών, των ξυλοδαρμών, των ναρκωτικών,   της σεξουαλικής κακοποίησης, της εκπόρνευσης  και της δουλείας.  Των δολοφονιών για την αφαίρεση και εμπορία της καρδιάς και των νεφρών.

Όπως κυνικά λέει ο έμπορος Πιάλ όταν κάνει τη συναλλαγή της πώλησης παιδιών και ανθρώπινων οργάνων < Θα πάρετε το αγόρι και δύο κορίτσια. Σας συμφέρει. Παίρνετε έξι φρέσκα νεφρά, και αρκετά άλλα ανταλλακτικά.>  

Ο συγγραφέας με αυτό του το έργο δείχνει ότι διάγει μιαν περίοδο  συγγραφικής ωρίμανσης. Μοιάζει να έχει διανύσει μια αδιόρατη δημιουργική πορεία, αναντίστοιχη με το χρόνο που μας χωρίζει από την προηγούμενη δουλειά του. Σε αυτό του το βιβλίο δοκιμάζει τις αναντίρρητες λογοτεχνικές του δυνατότητες. Τις δοκιμάζει όμως στις  παρεμβατικές κοινωνικές τους λειτουργίες.

Σε αυτό το βιβλίο ο αυθορμητισμός της προηγούμενης συγγραφικής του απόπειρας έχει μετριαστεί. Ο Λαμπής αν και κινείται με σύνεση, παραμένει  τολμηρός χωρίς να χάνει το γνώριμο, ελεγχόμενο όμως,  πυρετό της συναισθηματικής του έντασης όπως των γνωρίσαμε στην Ιοκάστη. Η έκφραση του εύχυμη, όπως πάντα. Ο συγγραφέας, παρά τον έντονο κοινωνικό χαρακτήρα του θέματος που πραγματεύεται, αποφεύγει τους μονομερείς υποκειμενισμούς ενώ δεν επιστρατεύει αναφομοίωτες επιρροές ούτε και  κανένα διδακτικό, διακηρυκτικό ή δοκιμιακό λόγο για να εξηγήσει ή να διευκολύνει τη μυθιστορηματική αφήγηση.

Το έργο του είναι πιο επεξεργασμένο και σύνθετο αλλά και πολύ πιο ερμητικό και σκοτεινό. Η  θλίψη, η ανημποριά  και η  μελαγχολία διαπερνά όλο το βιβλίο, καθώς  και μια αίσθηση παγίδευσης και αδιέξοδων, κλειστών δρόμων, αποτέλεσμα της πραγματικότητας της εκμετάλλευσης ανήλικων παιδιών. Οι στοιχειωμένες ανθρώπινες τραγωδίες, που ο συγγραφέας μας τις μεταφέρει σε εικόνες και σκηνές  άγρια υποβλητικές, δεν  συγκινούν καθ εαυτές ως απλά λογοτεχνικά σύμβολα  αλλά και ως στιγμιότυπα ανθρώπινων παθών. Εξάλλου, στη λογοτεχνία τουλάχιστον, οι εικόνες είναι πιο σημαντικές από τις φιλοσοφικές σκέψεις και οι δαίμονες πιο ενδιαφέροντες από τους αγγέλους, όσο και αν φοβόμαστε να τους αντικρίσουμε.

Με τον τρόπο αυτό η πραγματικότητα της παιδικής εκμετάλλευσης δεν είναι πλέον απωθητική, αλλά κάτι χειρότερο: απειλητική. Τα μικρά παιδιά φοβούνται. Διαιωνίζουν αβοήθητα το προσωπικό και οικογενειακό τους δράμα. Ο παρεμποδισμένος και καταδικασμένος έρωτας της Ράνιας και του Σελίμ   εξελίσσεται και καταλήγει σε μια τραγωδία. Όλα τα παιδιά θύματα της εκμετάλλευσης είναι καταδικασμένα στην ολοσχερή ήττα και τον απηνή διαμελισμό. 

Οι ήρωες του κινούνται σε μια ρευστή και  ακαθόριστη περιοχή χωρίς αναφορά στο χώρο και το χρόνο. Λες και τοποθετούνται σε έναν υπερβατικό και φανταστικό χώρο, που μετατρέπει τον αληθινό τόπο σε μαγική αφαίρεση, για να του προσδώσει μια υπερβατική  διάσταση, επιτρέποντας στον συγγραφέα να γεμίσει το εσωτερικό της με όλη την ενοραματική ταραχή του. Το πλαίσιο που κινούνται πολλά  πρόσωπα είναι χαοτικό και  παράλογο. Το σκηνικό περιλαμβάνει παλιά εργοστάσια, ορφανοτροφεία, φανάρια τροχαίας, μεθοριακές  γραμμές όπου μέσα από τη διαφθορά των τελωνειακών και των αστυνομικών τα θύματα μετακινούνται από χώρα σε χώρα.

Μέσα στο πνιγηρό και αποξενωμένο από οποιαδήποτε ίχνη φυσιολογικής ζωής μικρόκοσμό τους η παραληρηματική  αφήγηση των ανήλικων παιδιών βασίζεται μόνο σε μνήμες μιας δύσκολης οικογενειακής ζωής, στο φόβο και την απειλή. Σε εικασίες και φαντάσματα, στην εξουθένωση, την ήττα,  την αγωνία, το φόβο, τον πόνο, το σακατεμένο ψυχισμό, τη  ζοφερή πραγματικότητα του υπόκοσμου των διακινητών και των εμπόρων.

Η Ράνια, το κορίτσι με τη μεγαλύτερη έφεση για αναστοχασμό  που κινείται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην αυτοσυνειδησία, την εξέγερση και το συμβιβασμό, και γι αυτό η πλέον ευάλωτη,  αποκαλύπτει ως εξής τη ματιά της για το μέλλον της, για τον κόσμο που ζει:

<Μια θάλασσα…μια έρημος είναι το αύριο. Ένα γκρίζο αύριο χωρίς εποχές… Ένας μύθος καχεκτικός, λιγδιάρης που κυκλοφορεί ανάμεσα σε στόματα απλήστων…>



Πιο κάτω η έγκλειστη και απελπισμένη Νιρόσια αναζητεί την αλήθεια. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας < Η Αλήθεια του κόσμου πλανιόταν μέσα στην κάμαρα. Η πραγματικότητα μιας κοινωνίας ντυμένης με κουρέλια  από μυρωδιά αδιαφορίας και εθελοντικά λησμονημένων ανθρώπων. Εσφιξε τα χέρια της η Νιρόσια. Έπρεπε ν αντέξει την λεηλασία των ονείρων της>.

Παρακάτω  περιγράφονται τα αδιέξοδα<Οι ανήλικες έμαθαν στο κορμί και την ψυχή της ότι δεν έχει χώρο να σταθεί η αγάπη, δεν έχει γωνιά να κουρνιάσει η ελπίδα. Δεν υπάρχει σιωπή για να φυτρώσει και να γεννηθεί το όνειρο>.



Αποξενωμένα  από οποιαδήποτε στοιχείο πραγματικής ζωής, τα παιδιά προσπαθούν μάταια να συνδεθούν μεταξύ τους. Όταν η  Νιρόσια και η Σιαντιμά εξαναγκάζονται να δουλεύουν υπό ταπεινωτικές συνθήκες, μέρα νύκτα,  σ΄ένα παράνομο εργοστάσιο κατασκευής τσιγάρων και να μένουν  σε <μια φυλακή  με σάπιο φως και με μια μυρωδιά χωματίλας> νιώθουν να τις κυριεύει η απόγνωση και η απελπισία. Γράφει ο συγγραφέας < Η νύκτα άρχισε να απλώνει το μαύρο ίσκιο της και να τυλίγει στο σκοτάδι τις μικρές ανθρώπινες καρικατούρες.  Ετσι κι αλλιώς το φως δεν τους χρησίμευσε σε τίποτα, γιατί τα χέρια τους δούλευαν μηχανικά, με το βλέμμα σβησμένο και με τις ψυχές τους να έχουν δραπετεύσει από ώρα κα αν βρίσκονται πολύ μακριά. Μόνο η ψυχή της Νιρόσια είχε μείνει μέσα στο μικρό κορμί, προετοιμάζοντας μια εκδίκηση…….Ήταν αποφασισμένη πλέον γιατί ήξερε ότι όταν ο δυνάστης μπεί μέσα στη ζωή μας, στο τέλος παίρνει και τη ζωή μας>    

 Και μια ανατροπή στο θολωμένο τους μυαλό αλλάζει τη ρουτίνα τους και ίσως του φέρνει, προσωρινά, σε μια κάποια αγαλλίαση αλλά και σε μια έξαρση ύστατης διεκδίκησης της ελπίδας της ίδιας της  ζωής τους. Και όταν πια η Νιρόσια ανασύρει το μαχαίρι κατά των θυτών της αναρωτιέται κανείς. Το θύτη στοχεύουν ή την κοινωνία; Όπως άλλωστε αναρωτιέται παρακάτω η Ράνια χωρίς να παίρνει απάντηση < Πως μπορούμε να αντισταθούμε σ αυτούς που αντί για στάρι σπέρνουν τη γη με ματωμένες σάρκες;>



Τα όσα συνθέτουν την περιπέτεια των παιδιών, οι αναλογίες, οι ψυχολογικές και κοινωνικές τους προυποθέσεις και παράμετροι  είναι εύκολα αναγνωρίσιμες σε όλους μας χωρίς να συνιστούν ανακύκλωση των γνωστών κοινοτοπιών, που δίκην περιστασιακής ευαισθησίας ή φιλανθρωπίας, ακούγονται συστηματικά για το θέμα αυτό. Έτσι κρατιέται  ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε όλα τα επίπεδα.  Νομίζω ότι αυτή είναι και η μεγάλη επιτυχία του συγγραφέα σε συνδυασμό με το ότι δεν επικρατεί εντέλει το καλό  σαν δικαίωση του κολακευόμενου και κανακευμένου αναγνώστη.

Ο Λαμπής  περιγράφει ένα δράμα πέντε παιδιών χωρις μελοδραματισμό. Χωρίς αισθηματολογία.  Η αφήγηση του για το θέμα του τραφικινγ είναι απογυμνωμένη από προσχήματα και ηθικολογίες. Χωρίς τον υπερθετικό των επιθέτων, τους σκόπελους του ρηχού συναισθηματισμού και της γοερής ρητορείας.  Σκληρή η αποτίμηση. Συνάμα  όμως ολιστική.



Με πρωτοφανή ένταση, εύρος και βάθος που εκθέτει και απογυμνώνει τις αξίες του υλικού μας πολιτισμού οι οποίες υποχωρούν και εξαφανίζονται από τους μηχανισμούς του χρήματος και της εκμετάλλευσης σε ατομικό και δημόσιο επίπεδο.

 Όσο προχωρά η αφήγηση οι τραυματικές εμπειρίες, η κόλαση του τραφκινγκ, το αδιέξοδο των παιδιών εντείνονται οδηγώντας τη σκέψη και την προσοχή μας  στην ουσία του προβλήματος της παιδικής εκμετάλλευσης. Στον αναγνώστη δημιουργείται μάλιστα η εντύπωση ότι τα παιδιά ανυπεράσπιστα κινούνται απεγνωσμένα εκπέμποντας σήματα βοήθειας, εκλιπαρώντας για απαντήσεις που τα ίδια δεν μπορούν να δώσουν.

Η Ράνια εξομολογείται ότι αισθάνεται ανήμπορη  αβοήθητη στο χείμαρρο του χρόνου. Λέει χαρακτηριστικά< Ένας χείμαρρος γεμάτος θολά και βρώμικα νερά. Γεμάτος ανέχεια και αδιαφορία.  Πάγωσε.  Ώστε αυτό ήταν όλα? Αυτή είναι η κοινωνία? Όλα για το κέρδος και το μεγάλο Εγώ?>      

Ασφαλώς η κόλαση της παιδικής εκμετάλλευσης είναι το βασικό θέμα του μυθιστορήματος. Το Ψάξε μέσα στη σιωπή μου είναι ένα ιδιαίτερα σημαντκό βιβλίο  ακριβώς επειδή, τηρουμένων των αναλογιών, υποβάλλει σε σκληρό έλεγχο τις προσλήψεις και τις αναπαραστάσεις μας που έχουμε γι αυτό το ζήτημα. Τι να πρωτοπεί κανείς. Διαφθορα τελωνειακών, αστυνομία, εμπόριο ανθρώπινων οργάνων, σεξουαλική εκμετάλλευση, μπαρ καμπαρε, εργασιακό σεξουαλικό τραφικινγ, παιδοφιλία. Είναι χαρακτηριστική   η τόσο οικεία, σε όσους έχουν μελετήσει τέτοια θέματα, αξίωση του θύτη, εν προκειμένω του Αλμπέρτο ο οποίος αξιώνει από το θύμα, τη Ράνια να μην ξεχνά ότι αυτός την έβγαλε από τη μιζέρια. Αυτός την αγόρασε από τους κακούς και ως εκ τούτου πρέπει, το αξιώνει επιτακτικά, να του πεί ευχαριστώ.  Και όταν αρνείται τη χαστουκίζει με δύναμη και τη βιάζει.

Το βιβλίο είναι σημαντικό επειδή ρίχνει φώς  στην πολιτισμική πρακτική της εκμετάλλευσης και εμπορίας παιδιών. Παρατίθενται, κυρίως,  τύποι και τόποι συνάντησης και συσχέτισης ανθρώπων  οι οποίοι προσδιορίζονται  ως χρηματικές συναλλαγές με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Καθόλου ως χρηματικές συναλλαγές με ερωτικό περιεχόμενο. Βασικές συνθήκες αυτών των σχέσεων είναι απόμακροι και απομονωμένοι  χώροι στους οποίους προβάλλει και επικρατεί ο ορίζοντας των ερωτικών φαντασιώσεων και διαστροφών των ενηλίκων και στους οποίους αναπαράγεται και αντανακλάται η κοινωνική σηματοδότηση  και ανοχή τέτοιων φαινομένων.

Αυτοί οι απόμακροι  χώροι, μπάρ η καμπαρέ, βρίσκονται στη μεθόριο της κοινωνίας διαμορφώνονται για να εξυπηρετήσουν επιχειρηματικά συμφέροντα, <Εκεί που συναντούνται τα κτήνη με τους ανθρώπους> λέει η Ράνια. Εκεί που  προορίζονται για να ικανοποιήσουν τις πιο αρρωστημένες ορέξεις των πελατών, χωρίς να τίθεται ποτέ υπο διαπραγματευση η παιδικότητα ή η ανθρώπινη αξία. <Ένας Ένας  έμπαιναν στο μαγαζί ο έμποροι. Μάζευε ο καθένας τα δικά του κορίτσια. Πλησίαζε το μπάρ και ο Νιέφσκι του έδινε τη συμφωνημένη προμήθεια από τα ποτά.> Πιο κάτω λέει ο συγγραφέας< Η ίδια σκηνή, αυτή της αγοράς, να ορίζεται η τιμή της σαν μεταχειρισμένο εμπόρευμα σε γύφτικα παζάρια.>   Ή πιο κάτω< Σαν βρικόλακες όρμησαν πάνω της, στη Ράνια, και προσπαθούσαν να ρουφήξουν όλους τους χυμούς που είχε στο κορμί της. Έπεφταν οι ώρες απανωτά και οι τρείς παιδόφιλοι δεν έλεγαν να χορτάσουν την αρρωστημένη δίψα τους.> Σκληρές κα ωμές πράγματι οι περιγραφές.

Στους χώρους αυτούς, κάτι που αναδεικνύει με σαφήνεια και μάλλον από πρόθεσση ο συγγραφέας, όλοι διαπραγματεύονται εκτός απο τα θύματα. Διαπραγματεύονται με τους εαυτούς τους, τις επιλογές τους, την ηθική, την υποκρισία, την ευρύτερη κοινωνία, την πολιτική αλλά και με την πολιτισμική  κουλτούρα της οικονομικοσεξουαλικής ανταλλαγής αντρών και γυναικών τοποθετώντας το χρήμα ως μοχλό που συντηρεί και τροφοδοτεί  το πλαίσιο της πορνείας και της σεξουαλικής εργασίας.

Υπο την έννοια αυτή ο συγγραφέας αναδεικνύει ένα παραμελημένο, σκοτεινό, άρρητο κόσμο και ανοίγει ένα κεφαλαιο συζήτησης. Και το ανοίγει αριστοτεχνικά θα έλεγα αφού αναδεικνύει την αμφισημία και την αμφιθυμία του πολιτισμού και της κοινωνίας  μας απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα που εν πολλοίς θεωρούνται ότι δεν έχουν να κάνουν με  την καθημερινότητα μας δεν μας αφορούν άμεσα ή ότι ακόμα βρίσκονται το περιθώριο ή την αντίπερα όχθη.  Ασχετα αν πελάτες σε τέτοια κυκλώματα  και αυτοί που τα συντηρούν πολλές φορές είναι καθωσπρέπει ευυπόληπτα  πρόσωπα, 

 Δεν παραγνωρίζω τέλος την εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας και τη συσχέτιση της με παραδοσιακές επιτελέσεις του φύλου. Ο συγγραφέας αναδεικνύει και ψυχογραφεί κοινωνικά τοποθετημένες αρρενωπότητες και θηλυκότητες που καταφάσκουν το κυρίαρχο μοντέλλο με βάση το οποίο το γυναικείο παιδικό σώμα μετασχηματίζεται σε εργαλείο /εμπόρευμα καταδεικνύοντας τη ρευστότητα της ενσώματης υποκειμενικότητας. 

Θα ήταν παράλειψη αν δεν σημείωνα ότι το βιβλίο του συγγραφέα διεκδικεί και δικαιούται μια άλλη πρωτοτυπία, αφού ασχολείται λογοτεχνικά με ένα θέμα  το οποίο μονοπολείται και συσκοτίζεται εντέλει από αστυνομικές αναφορές,  εγκληματολογικές μελέτες και από βιογραφικές συνεντεύξεις θυμάτων τραφικινγκ  που ενδημούν και αφθονούν εσχάτως σε απογευματινές τηλεοπτικές εκπομπές.   

 Κλείνοντας  σημειώνω τη διάχυτη αγωνία του συγγραφέα για το θέμα που πραγματεύεται που διαπερνά όλο του το έργο. Μια αγωνία υπαρκτή, γνήσια, έντονη και κατανοητή σε όλες τις σελίδες.

Τα παιδιά-θύματα της εκμετάλλευσης  αναζητούν εναγώνια την απόδοση δικαιοσύνης  η οποία, όμως,  δεν αποδίδεται ποτέ. Άσχετα αν υποστηρίζεται ότι  η  δικαιοσύνη  είναι τυφλή. Σίγουρα όμως  η  νέμεση δεν είναι. Ίσως επειδή  η μοίρα των κοινωνιών  που χτίζουν, τροφοδοτούν ή ανέχονται τέτοιες μορφές εκμετάλλευσης  δεν είναι η διάψευση αλλά κάτι πολύ χειρότερο :  η ίδια η κατάληξη που είχε ο αγγελικός κόσμος των πέντε παιδιών.

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Θεατρικό έργο για τους εργατικούς αγώνες της Πρωτομαγιάς

Το ψουμίν του αρκάτη
του
Γιάννου Λαμπή
Ά σκηνή
( η σκηνή διαδραματίζεται μέσα σε μια γαλαρία μεταλλωρυχείου στον Αμίαντο)

Μιχάλης- επόκαμα... εν αντέχω άλλο τούτο το λαμπρόν... πόνησα τζιαί τα στήθη μου…θαρκούμαι έλειψε ο αέρας…φαίνεστε μου εν να φυρτώ...
Σαλίχ- σφίξε τα δόντια σύντροφε...έτο σε λλίην ώρα εν να βκούμεν που μες τούτον το λάκκο...κόμα ένα βαγόνι τζιαί εν να ποσώσουμε το μεροκάματο.
Μιχάλης – προσπαθώ Σαλήχ...έσιει ώρα που προσπαθώ...μα έτο, επίσσωσεν το στόμα μου που την καρβουνιά...τζιαι που την πολλήν πυρά επόνησα την τζιεφαλήν μου, εν νοιώθω τα κόκαλα μου...φαίνεστε μου ελουβίσαν....
Σαλίχ – γείρε λλίον νερόν να δροσιστείς τζιαί κάτσε νάκκον να πνάσεις...άεις με μανιχόν μου τζιαί δκυο ππαλλιές εν να το γιεμώσω...
Μιχάλης – εστέγνωσε τζιαι το παούρι...εστράτζιεσαι...εν έσιει σταξιά μέσα...
Σαλίχ – έλα πκιάσε  το δικό μου...έσσιει ακόμα λλίον μέσα...
Μιχάλης – μα εσού άμαν διψάσεις, ήνταν που να πκιείς Σαλίχ;
Σαλίχ – αντέχω εγώ... έτο, ακόμα δκυο φκιαρκές τζιαι εγιώμωσε το βαγόνι...

( Πίνει νερό ο Μιχάλης )

Μιχάλης – νάσαι καλά ρε σύντροφε...ευκαριστώ σε...
Σαλίχ  α Μιχάλη μου...γιατί με ευκαριστάς; Έτο εν ούλλοι μες το ίδιο καζάνι που είμαστον. Πρέπει να το καταλάβουμε. Τζιαί εμείς που είμαστε μες τούτες τις μαύρες τρύπες, όπως τους σκούλουκους, πρέπει να είμαστε μονιασμένοι. Σαν τ ‘αδέρφκια. Δαμέσα δα εν μας ιγλέπει κανένας άλλος, εκτός που τον σύντροφο μας.
Μιχάλης- έσιεις δίκαιο Σαλήχ. Άμαν είμαστε μονιασμένοι εν να μπορέσουμε να ζητήσουμε τζιαί το δίκαιο μας που την εταιρεία. Το μερτικό που δικαιούμαστε...
Σαλήχ – αννοίεις μεάλην κουβέντα Μιχάλη...τζιαί επικίντυνη.
Μιχάλης – εν έσιει κανέναν άλλο δαμέσα...οι δκυο μας είμαστον , άτε τζιαι ο χάρος
( γελούν )
Σαλήχ – μεν λαλείς πελλάρες..έδωκε σου η πυρά αλόπως τζιαι παραμιλάς...άτε τούτη η φκυαρκά τζαι ετελειώσαμε...άμαν βκούμεν που πάνω λαλούμεν τα....

( ακούγεται έκρηξη και χώματα πέφτουν πάνω τους )

Σαλήχ – πέρκιμον έν ετζυλίσαν τα χώματα τζιαι να κλείσει η γαλαρία...άτε πάμε Μιχάλη... τράβα μπροστά τζιαί γιω που τα πισώ σου...να σε βλέπω άμαν τζιαί ζαλιστείς...
Μιχάλης – τούτες οι φάλιες εν πολλά επικίνδυνες...καμιά φορά αν να μας θάψουν ζωντανούς..






΄Β σκηνή

( νύχτα. Μέσα σε μια καλύβα. Ο Μιχάλης, ο Σελίχ)

Σαλίχ – αύριο εν Κυριακή...λοαρκάζω να κατεβώ στο χωρκό να δω τζιαί λλίον τα παιδκιά μου...επεθύμησα τα...να φέρω τζιαί λλίον ψουμίν..λαλώ να λαμνίσω που το πρωίν τζιαί να γυρίσω τη νύχτα. Εσού πότε εν να πάεις; Έσσιει μέρες να πάεις!!
Μιχάλης – Ναι ..ξέρω το Σαλίχ αλλά εν μπορώ. Τελευταία είμαι λλίον αδύνατος, κομμένος...άεισε να δυναμώσω λλίον.... μα πε μου ! έν είδες το φιρμάνι; Μέσα στους νέους καταλόγους της εταιρίας εβάλαν τζιαί το ψουμίν. Εν δικαιούμαστε να φέρουμε που έξω. Πρέπει λαλούν να το γοράζουμε τζιαί τούτον που τον φούρνο της εταιρίας.
Σαλίχ – είδα το...αλλά εν πολλά ακριβό...θέλουν διπλάσια που τους φούρνους του χωρκού. Σχεδόν ένα μεροκάματο.
Μιχάλης – είδες τους κλέφτες...εν κανεί που πλουτίζουν με τον ιδρώτα μας, θέλουν να πιουν τζιαί το γαίμα μας. ( σκύβει και του λέει εμπιστευτικά ). Εν γι’ αυτό που σου λαλώ ότι μονιασμένοι πρέπει να διεκδικήσουμε το δίκαιο μας.
Σαλίχ – άεις με εμένα Μιχάλη...έν θέλω φασαρίες. Εν τέσσερα στόματα που έχω να ταίσω..
Μιχάλης – ξέρεις το Σαλίχ...τζιαί εγιώ έχω, όι τέσσερα αλλά πέντε στόματα. Εν γι’ αυτό που νευριάζω. Που με πνίει το δίκαιο. Δουλεύκουμε συνέχεια, που το πρωί ως τη νύχτα. Καταπίνουμε τόση σκόνη και ψηνούμαστε που την κάψα μές την τζοιλιά της γης για ένα βούκκο ψωμί. Τουλάχιστον τζείνα που δικαιούμαστε πρέπει να τα ζητούμε αφού που μόνοι τους εν πρόκειται ποττέ  τους να μας τα δώκουν.
Σαλίχ – ρε Μιχάλη μα εσού τρέμεις. Τα μάδκια σου εν κατακκότζινα τζιαί τρέχουν. Άεις με να δω..( Ακουμπά στο μέτωπο του). Ρε μα ψήνεσαι στον πυρετό. Τζαί τζείνος ο βήχας σου επόλλυνεν. Εψές εν ετζοιμήθηκες καθόλου. Άκουα σε που ετζιεγκελοούσουν και εκλώθεσουν σαν το κούφο μες το κρεβάτι. Σάστου να πεταχτούμε ως τζιει  στο γιατρό να σε τσιακκάρει...
Μιχάλης – μεν ανησυχείς Σαλίχ...ένεν τίποτε. Εν να μου περάσει...μαθημένα τα βουνά που τα σιόνια. Ο γιατρός ήντα που να μου κάμει; Να γύρω πάνω στο κρεβάτι πέρκιμον ποτζοιμηθώ, τζιαί εν να μου περάσει.

( Ενώ ο Μιχάλης με τη βοήθεια του Σαλίχ πάνε προς το κρεβάτι, ακούγονται κτυπήματα στη πόρτα. Ανοίγει ο Σαλίχ και μπαίνει μέσα ο Κωνσταντής  )

Σαλίχ - Καλώς τον Κωνσταντή...μα πως ως δα τέδκοιαν  ώρα;
Κωνσταντής - ¨Ετο είδα το φανό αυτούμενο τζιαί είπα να σας δώ λλίον.
Να κόψουμε τζιαί καμμιάν κουβέντα αθρωπινή. Έτο,
γέννημα του ήλιου κατεβάζουν μας μες τον λάκκον τζιαί με το βούτημα του βκάλλουμαν μας...που την κούραση όσον τζιαί προλαβαίνουμε να πνάσουμε νάκκουριν. Επεθύμισα τζιαί γιω να συντύχω τζιαί με κανέναν πλάσμα...

Μιχάλης – Κάτσε...μεν στέκεσαι...τζιαι εμέναν εντζιαί γελάς μου...κάτι έσιεις μες το μυαλόν σου για νάρτεις ως δα.
Κωνσταντής – μα εν ακούεσαι καλά σύντροφε...εσού τρέμεις όπως το πουλλούιν το βρεμένο..ήντα έπαθες;
( Τον πλησιάζει και ελέγχει το μέτωπο του για πυρετό )
μα εσού χογλάς...ψήνεις αυκό πας το μέτωπο σου. Που πότε έσιεις πυρετό;
Σαλίχ – έν ο Αλλάχ τζιεί Παναϊα που σε επέψασιν. Έσιει δκυο – τρεις μέρες που εν έτσι καλαθουρκασμένος...αλλά εν γαϊτίζει να πάει στο γιατρό. Πόψε όμως εν σιειρόττερα νομίζω. Πέ του τζιαί σου καμμιάν κουβέντα, πέρκιμον τζιαί ακούσει σε να πάει στο γιατρό.
Κωνσταντής – φέρε μια μαντηλιά να την βουττήσουμε μες το ξύδιν τζιαί να την βάλουμε κομπρέσα πάς το μέτωπο του πέρκειμον τζιαί ρίψει τον πυρετό...
( βάλλουν την κομπρέσα )
Μιχάλης – νάστε καλά...μεν ανησυχάτε...εν να μου περάσει... εν που την κούραση θαρκούμε.. Μα για πέ μας...ήντα νέα που την συντεχνία...μεν φοάσε , ο Σελίχ εν δικός μας άθρωπος...εν έμπιστος.
Κωνσταντής – αύριο εν να μιλήσει η επιτροπεία με τη διεύθυνση. Εν να ζητήσουν να εφαρμοστεί το σύστημα 8, 8, 8,
Σαλίχ – ήντα που ένειν τούτο; Εσού ξέρεις Μιχάλη;
Μιχάλης – όι Σαλίχ..ούτε εγιώ καταλάβω..
Κωνσταντής – ( γελά) ... για τούτον το σύστημα.... εσιωνόθει γαίμαν, μεν αρωτάς! Εγιωμόσαν στράτες τζιαί εγίνην ποταμός κατεβασμένος...εχαθήκαν συντρόφοι για να μπορέσουμεν εμείς να το έχουμεν...τζιαί νομίζω ήρτεν η ώρα...
ΣαλίχΜιχάλης  - ακόμα όμως εν τζιαί είπες μας....
Κωνσταντής – οκτώ ώρες, δουλειά, οκτώ ξεκούραση, τζιαί οκτώ ώρες ελεύθερου χρόνου για μόρφωση και ψυχαγωγία...τούτον εν το σύστημα που ζητούμεν.
Μιχάλης – τζιαί πιστεύκετε ότι εν να καϊλίσει η εταιρεία;
Κωνσταντής – όι...σίουρα εν να φωνάζουν...μα τούτην τη φορά εν αποφασισμένοι ούλλοι...εν να κατεβούμεν απεργία. Γι’ αυτόν ήρτα να σας το πω... να ξέρω αν είσαστε μαζί μας.
Μιχάλης – τζιαί θέλει τζιαί ρώτημα ( κάμνει πως εν να σηκωθεί και ξαναπέφτει. Τον βάζουν πίσω στο κρεβάτι και του βάλουν ξανά κομπρέσα)
Κωνσταντής – Εσού Σαλίχ...ήντα που λαλείς...
Σαλίχ – εν ηξέρω...θέλει σκέψη...έχω κοπελλούδκια να ταϊσω...είδετε προχτές ήντα που εγένει...όσοι επήαν στην συγκέντρωση της συντεχνίας εδκιώξαν τους που την δουλειάν... φοούμαι..
Κωνσταντής -  έσιεις δίκαιο που φοβάσαι σύντροφε Σαλίχ...το κεφάλαιο εν τζιαί έσιει αθρωπιά..εν σκέφτεται... με κοπελλούδκια με κάνεναν άλλο...παρά μόνον τον ππαρά...άμαν μπεις στο δρόμο του εν σε πατήσει...αλλά τούτην τη φορά εν να είμαστε ούλλοι μαζί....μονιασμένοι...μια γροθκιά τζιαί εν θε να μπορεί να μας δκιώξει ούλλους.
Μιχάλης -  εν σε πιέζει κανένας, Σαλίχ...ξέρω ότι είσαι καλός άθρωπος τζιαί παλεύκεις όπως ούλλους εμάς...σκέφτου το μόνος σου...πήαινε αύριο στα κοπελλούθκια σου τζιαί που νάρτεις ποφασίζεις αν θα κατεβείς μαζί μας απεργία...












Γ’ Σκηνή

(Απόγευμα. Στην αυλή του Μιχάλη. Στέκονται απ’ έξω ο Κωνσταντής και η Αντριάνα)
Κωνσταντής – που πάεις έτσι φουρκαστός Σαλίχ....φαίνεσαι θυμωμένος.
.. εν τζιαί ήρτα δαμέ για να σου πω για την απεργία...
Σαλίχ – Ένεν για τούτον που είμαι θυμωμένος.
Κωνσταντής – ε καλό για έντα πράμα; Τζιαί εν σε φορούν οι τόποι!
Σαλίχ – όσον τζιαί ήρτα που το χωρκόν...επήα τζιαί είδα τα παιδκιά τζιαί τη γυναίκα μου...Δουλεύκουμε σαν τους σσιύλλους τζιαί όσον τζιαί ψωμοπαιρνούν (αναστενάζει)...τζιαμέ στα γραφεία εσταματήσαν με τζιαί εκάμαν μου έλεγχο. Είχα μαζί μου δκυο ψουμνιά τζιαί επκιάσαν μου τα οι αθρώποι της εταιρείας. Εν για τούτον που είμαι θυμωμένος...
Κωνσταντής – τωρά εκατάλαβες Σαλίχ γιατί πρέπει να είμαστε ούλλοι μαζί. Μονόβουλοι.
( ακούγονται φωνές. Σαν διαδήλωση. )
Σαλίχ-  μα ήντα που εγένην τζιαί φωνάζουν...άκου φασαρία τζιαί κακό.
Κωνσταντής – εν οι αρκάτες...σήμερα η εταιρία ούτε να συζητήσει έν ήθελε με τη συντεχνία τζιαί απείλησε να σταματήσει που τη δουλειά τζιαί την επιτροπεία μας.... εν τους κανεί τούτο ...αφήκαν τζιαί τον κόσμο νηστικό. Έδωσαν διαταγή ώσπου έχουμεν απεργία έθεν να πουλούν ψουμίν στους αρκάτες. Μόνον σε τζείνους που εν να σπάσουν την απεργία.
Σαλίχ – καλά εφοούμουν εγώ...
Κωνσταντής - να μεν φοάσαι τίποτε σύντροφε Σαλίχ...εν να λυγίσουν..που εν να πάσιν οι κερατάδες. Χωρίς εμάς εν τζιαί μπορούν τούτοι να βκάλουν το μετάλλευμα.
Σαλίχ – εφάνειν μου τζιαί είδα την γυναίκα του Μιχάλη, την Φιούρα,  να μπαίνει που την καντζελλιά την ώρα που είμουν τζιαμέ στα γραφεία. Ήρτε αλόπως να δει τον Μιχάλη. Έσιει μέρες να κατεβεί στο χωρκό του. Ετσάκισεν τον η αρρώστια τζιαί εν ξορτώνει να πάει με τα πόδκια.
Κωνσταντής -  ου Παναγιά μου...τζιαί που ένει τωρά...πρέπει να την βρούμεν εμείς πρώτοι. Άμαν τζιαί ακούσει τα μαντάτα έτσι απότομα τζιαί ταραχτεί...
Σαλίχ -  Μα εσού εχλώμιανες Κωνσταντή...ήντα τρέσιει τζιαί εν το ξέρω εγιώ; Ποιά μαντάτα; Λάλε τζιαί κάμνεις με να ανησυχώ. Έπαθεν τίποτες ο Μιχάλης όσην ώρα έλειπα;
Κωνσταντής – Πρέπει να φανείς δυνατός Σαλίχ...ο Μιχάλης σήμερα το πρωί εν εφάνην στη καντίνα τζιαί εν τον είδε κανένας ώσπου τζιαί μεσομέρκασε. Ανησυχήσαμε. Ήρτα τζιαί εφάτσιησα του τη πόρτα. Εν μου απάντα. Έδωκα της μια τζιαί μπήκα με το ζόρι. Ήβρα τον χαμέ. Πεθαμένο.

( Ο Σαλίχ ταράσσεται τζιαί δείχνει απόγνωση και πικρία)

Κωνσταντής – είπασιν ότι έπασχε που σιλίκωση. Εκαταστραφήκαν οι πνεύμονες του τζιαί μάλλον εσήκωσε ψηλόν πυρετό τζιαί επέθανε. Τωρά σε λλίο εν νάρτουν να τον σηκώσουν... Φάνου δυνατός Σαλίχ..τζιαί έτην Φιούρα που έρκεται...
Σαλίχ – Κωνσταντής  – καλώς τη Φιούρα...
Φιούρα – Γειά σας. Καλώς σας ήβρα. Αφού εν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, ήρτεν το βουνό στο Μωάμεθ. Φαίνεται όμως έσιεται φασαρίες σήμερα. Ποτζιεί που έρκουμουν είδα κάμποσους αρκάτες να φωνάζουν και να βαστούν πίκετ. Εφάνην μου ότιι εφωνάζαν για το ψουμίν του αρκάτη...εν τους πουλούν τζιαί αφήκαν τους νηστικούς...τζιαί για κάποιον που επέθανεν εφανίστειν μου. ε..εν εκατάλαβα καλά...
Κωνσταντής – να σου φέρω μια καρέκλα... κάτσε να πιείς ένα νερό να ξεδιψάσεις τζιαί λαλούμεν τα..

Φιούρα – μεν κάμνετε φασαρία. Έτο εν να δω λλίον τον Μιχάλη μου τζιαί να φύω. Καρτερούν με έσσω τα κοπελλούδκια. Εν μιτσιά ακόμα τζιαί εν τζιαί σάζουντε μόνα τους. Έχω την έννοια τους ( πριν τελειώσει τραβά κατά το σπίτι ).
Σαλίχ – ( την βάζει μέσα στην αγκαλιά του ). Καλή μου γειτόνισσα. Μεν μπεις μέσα στο σπίτι. Περίμενε να μπούμε μαζί...
Φιούρα – καλέ μου Σαλίχ. Φίλε τζιαί σύντροφε του αντρός μου...ήντα που έσιεις τζιαί κλαίεις. Σύντυσιε μου να σε χαρώ. Ο Μιχάλης μου...που εν ο Μιχάλης μου; Ά Παναγία μου!!! αλόπως έπαθεν τίποτε κακόν ο άντρας μου. Εν άρρωστος αλλόπως;
( Γεμίζουν τα μάτια τους και κλαίουν με αναφιλητά )
Φιούρα  (Πετά χαμέ το καλάθι της . Και κρατώντας από τα μπράτσα την Αντριάνα τη ταρακουνά ). Μίλα εσύ Κωνσταντή...( Ο Κωντσαντής δεν μιλά. Κλαίει.)
Μεν μου πείτε. Εν το πιστεύκω. Αλόπως ο πεθαμένος που λαλούσαν εν ο Μιχάλης μου. Α..τον Μιχάλη μου ..τον γρουσό μου τον άντρα. ( Ορμά μέσα στο σπίτι )












Δ’ Σκηνή

( το εσωτερικό του σπιτιού και στην μέση πάνω στο κρεβάτι ο Μιχάλης. Γύρω του ο Κωνσταντής,  και ο Σαλίχ. Στη άκρη του κρεβατιού γονατιστή η Φιορού)

-          Μιχάλη μου, άντρα μου γρουσέ τζιαί ταίρι της καρκιάς μου. πατέρα των ορφανών μου των παιδκιών, καμάρι τζιαί παρηορκά μου. άνοιξε τα μάδκια σου να δω την αμμαδκιά σου, τάραξε τα σιείλη σου, να ακούσω τη γρουσολαλιά σου. Τάραξε νάκκον να χαρείς τη λεβεντοκορμοστασιά σου. τι σούκαμα τζιαί δεν μου μιλάς; Τι έφταιξα τζιαί δεν μου χαρίζεις μια στιμή , την ακριβή θωρκά σου; εγιώ είμαι η Φιούρα σου...η αγαπητικιά σου..η μάνα των παιδκιών σου...ήρτα κοντά σου να σε δω..έλειψεν μου η ζεστασιά σου. άνοιξε τις αγκάλες σου τζιαί όπως πρώτα χώσε με στο στήθος σου , να ακούσω τη καρκιάν σου. Μίλα μου , ίντα σου έκαμα η φτωσιή τζιαί εν μου μιλάς; Μιχάλη μου, πε μου τον πόνο σου τζιαί τα παράπονα σου. οι σύντροφοι σου εν δαμέ, τζιαί καρτερούν μαζί με μεν , την όμορφη την συντυσιά σου. πε μου καλέ μου να χαρείς...ποιός σε πείραξε...ποιός σου έκαμεν κακό..για να του βάλω μια φωνή τζιαί μια κατάρα μάνας...το άδικο που έκαμεν εις το Θεό διπλά τζιαί τρίδιπλα θα πρέπει να πληρώσει.

Σαλίχ – σήκου Φιορού. Σταμάτα τζιαί εν μπορεί ο Μιχάλης ξανά να μας ακούσει. Έφαν τον η αρρώστεια του τζιαί το μάραζιν. Αγάπασε πολλά. Τζιαί σεν τζιαί τα παιδκιά σας. Μα τζιαί ούλους τους συντρόφους του είσιεν τους βαθιά μες τη καρκιάν του. Μα το θερκόν της αχαριστίας τζιαί της εκμετάλλευσης ήτουν πιο δυνατό που τη καρκιάν του.
Κωνσταντής – κλάψε Φιούρα, κλάψε συντρόφισσα τζιαί αξίζει του αντρός σου. Ο θάνατος του Μιχάλη εν όπως τη φάλια που έσκασε κάτω που τα πόδκια της εταιρίας τζιαί της εκμετάλλευσης. Εν θε να πάει χαμένος. Μόνο που ακούστηκε ο θάνατος του ούλλοι οι αρκάτες ενωθήκαν τζιαι κατεβήκαν τζικάτω στα γραφεία. Εν βαστάχνουν πκιο το άδικο. Η ψυσιή του εν δαμέ... με το γαίμα του επότισε του αγώνα μας. Εν ναν ευλογημένο τ’ όνομα του.
Φιούρα – ποττέ του εν αδίκησε κανένα...ήταν τίμιος τζιαί αγάπαν τους συντρόφους του...εν εξεχώριζε κανένα. Τζείνο που εν του άρεσκε ήταν η κλεψιά...η αδικία που την εταιρία. Εν θα ξεχάσω τα λόγια του... « πως μπορούν τζιαί τζοιμούνται τη νύχτα...αφού κλέφκουν στο ζύι τα ίδια τα παιδκιά τους; ».  ( στέκεται για λίγο σιωπηλή. Παίρνει βαθιά ανάσα)
Κλουθάτε μου συντρόφοι...ο Μιχάλης μου εν επέθανε...θωρώ τον μπροστά μου...λεβεντάθρωπο, με τα σιέρκα ψηλά...σφιγμένα σε γροθκιά...κάτι φωνάζει...ακούω τον καθαρά...δώστε μας πίσω τα ψωμιά μας.













Τέλος

( μπροστά από το φούρνο. Η αυλαία ανοίγει την ώρα που όλοι μαζί πλησιάζουν το φούρνο. Ένας άνθρωπος της εταιρίας στέκει μπροστά στην είσοδο φρουρός)
Κωνσταντής – εκ μέρους της συντεχνίας και όλων των εργατών ζητώ να ανοίξει ο φούρνος και να μας πουλήσετε ψωμί.
Υπάλληλος – (χαμογελά ειρωνικά) Τζιαί ποια εν τούτη η συντεχνία που εν να βάλει όρους στην διεύθυνση της εταιρίας. Εν το κακό του τζιεφαλιού σας που γυρεύκετε.
Στραφείτε πίσω στη δουλειά σας…αφήστε τα αιτήματα  στην πάντα…πιάστε δουλειά… τζιαί εννα σας πουλήσουμε τζιαί ψουμίν.
Κωνσταντής – αν δεν κάτσετε να συζητήσουμε πως θα λυθούν τα προβλήματα. Η απεργία θα σταματήσει όταν η διεύθυνση κάτσει μαζί μας να συζητήσουμε τα αιτήματα μας. Αλλά τωρά απαιτούμε να μας πουλήσετε ψουμίν. Έχουμε μωρά μες στον καταυλίσμό, γυναίκες τζιαί αρρώστους.
Υπάλληλος – τούτον έπρεπε να το σκεφτείτε πρώτα εσείς. Ένεν δικό μας πρόβλημα.
Σαλίχ – τούτον εν παράνομο. Εν απάθρωπο. Σύντροφοι να κάτσουμε ούλλοι δαμέ…να μεν τάραξουμε ούτε στιγμή…να δούμεν ποιος εννά λυγίσει…εμείς που τη πείνα... οξά η εταιρία που χάνει που τα κέρτη της.
Υπάλληλος – ότι θέλετε κάμετε. Σε λλίον όμως έρκεται η αστυνομία…
Φιορού – σύντροφοι …το δίκαιο εν με το μέρος μας. Μεν φοάστε τις απειλές της εταιρίας. Το μόνο που την νοιάζει εν το κέρδος και τα ριάλια. Ποττέ της εν εσκέφτηκε για το καλό μας…για το ψουμίν τ’ αρκάτη. Ώσπου μπορείτε τζιαί δουλεύκτετε εν να σας εκμεταλλεύεται. Σταθείτε ούλλοι μονιασμένοι. Μονόβουλοι. Σήμερα όπως ούλλοι ξέρετε επέθανεν ο Μιχάλης μου. Πρέπει να καταλάβουν ότι ο θάνατος του εν ήταν τυχαίος. Εν που τις κακουχίες….την σκληρή δουλειά …τζιαί την έλλειψη ασφάλειας τζιαί σκεδίου υγείας.
Υπάλληλος – επολλολόησες τζυρά. Τράβα πίσω τζιαί βούλλωστο.
Φιορού- σύντροφοι…πάμε μέσα…ούλλοι μαζί…πκιάστε ψουμιά…τζιαί κάμετε μνημόσυνο του αντρός μου αλλά τζιαί του κάθε αρκάτη που έχασε τη ζωή του μες τούτο το μεταλλείο που την απληστεία της εταιρίας.
( ορμούν όλοι μέσα στο φούρνο και διαμοιράζονται τα ψωμιά)
Κωνσταντής – Ο κάθε άθρωπος που χάθηκε μέσα στα μεταλλεία...εγίνην φάλια τζιαί φωδκιά....τρέμει η γη που κάτω που τα πόδκια των απλήστων... τζιαί το γαίμαν τους ποτάμιν βουερό...παρασέρνει στο πέρασμα του τ’ άδικο. Κύμα δυνατό γένεται των αδικοχαμένων η φωνή τους... τζαί φέρνει νέο φως.. τζιαί γλυτζιή προζύμην έσιει πκιόν ..τ΄αρκάτη το ψουμίν του.

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012



Search Within My Silence
by Yiannos Lambis





PRESS RELEASE
The horrors of child-trafficking are put under the microscope in this startling novel, based on substantial case study research, producing a story of unimaginable suffering certain to resonate with readers.

Child-trafficking is one of the greatest social tragedies of the 21st century. Unable to defend themselves, to speak up or to resist the controlling adults who tear their lives apart, these children become the victims of a cruel world which holds them to ransom, exploits them, abuses them and throws them away once they have grown too old for use. Five underage youngsters, including Rania and Nirosia, fall foul of the evil of human nature and the apathy of the societies in which they live, those that enable their torture to go unnoticed. Rania unleashes the cries of pain and desperation of all victims through her determined, unsettling silence; Nirosia may yet pay with her life for the agonizing screams she unleashes in her efforts to wake up those who are oblivious to her suffering. These children are the puppets of a repellent circus. Who knows when their nightmare will end.

Author Yiannos Lambis was moved to expose the appalling suffering endured by the hidden victims of child-trafficking, bringing their plight into the open, revealing the ugly ignorance of the human conscience which continues to turn a blind eye to these contemporary travesties. Lambis expertly explores the psychological trauma and the terrifying experiences of such children through his detailed researched and beautiful characterisation. Lambis’s message is unflinching; underaged prostitution, drug abuse, or any form of violence and exploitation is caused by the lack of morality invoked by the materialistic political regimes. Human dignity does not, and must not, have a price.
About the Author: Yiannos Lambis was born 1962 in Limassol, Cyprus, where he still resides today. His chronicles and poems have been published in various Cypriot newspapers and magazines. He has written theatrical plays, which have been put on by various theatrical groups. Other works by the author include 'IOKASTI' published by Anazitisis Publications, 2009.
For a review copy or interview request, please contact:
Publicity Coordinator
Tel (UK): 0800 197 4150

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Ερωτικό 7

Κατάδικος στου ονείρου μου τον πηλό
φτιαγμένος από τη μπόρα, και,
τ’ άγιο χώμα του κορμιού σου.

Κατάρα...

Βαφτίζω στο αίμα τον έρωτα
Η γύμνια μου μαχαίρι ενός επικείμενου εγκλήματος
Τρέμουν ματωμένα τα δάκτυλα μου
Γαμβρός αλλά και ζητιάνος της θλίψης
Σκληρίζουν, πονάνε οι ανείπωτες λέξεις
Σχίζω το υγρό σου φόρεμα
και σαν σφάγιο ακουμπώ, μπροστά,
στον λατρεμένο σου ναό
την αμαρτωλή ψυχή μου

Ευλογία...

Σκάνε τα ξεραμένα χείλη μου
Μικραίνω και χάνομαι στη φλόγα του κορμιού σου
Κτηνωδία κατάθεσης ψυχής
Αποτυπώνω στον λαιμό σου
σημάδια του έρωτα
Χαράζω με δόντια το κορμί σου
Γεύομαι σάρκα αχόρταγη, που,
Όμως από σάρκα δεν προήλθε
Συνθλίβομαι, μηδενίζομαι
Βουλιάζω ανυποψίαστος στο όνειρο


Θύμα ή θύτης;

 

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Ο τοκογλύφος ( θεατρικό)


Ο τοκογλύφος

Του

Γιάννου Λαμπή



Το έργο διαδραματίζεται την δεκαετία του 1930 στη Κύπρο. Σε μια εποχή όπου ο περισσότερος πληθυσμός ζούσε μέσα στην ανέχεια και τη μιζέρια. Το αποικιακό καθεστώς των Βρετανών δεν είχε να επιδείξει τίποτα σε ότι αφορά τη στήριξη των κατοίκων και ειδικά της ασθενέστερης τάξης, όπως οι γεωργοί, οι εργάτες των μεταλλείων και οι ανειδίκευτοι εργάτες. Οι δύσκολες συνθήκες εργασίας, η ανεργία αλλά και η μακρόχρονη ανομβρία οδήγησε μια μεγάλη μάζα του πληθυσμού στη φτώχεια, στην εξαθλίωση καθιστώντας τους εύκολη λεία για τους τοκογλύφους.



Hθοποιοί:



Γιωρκής. Άνδρας ηλικίας 45 χρόνων. Γεωργός, σύζυγος της Χρυσταλλούς και πατέρας δυο παιδιών. Στο σπίτι του διαμένει και η πεθερά του, η Τζυρά - Ελεγκού.



Χρυσταλλού. Σύζυγος του Γιωρκή. Γύρω στα 40. Μια γυναίκα που στο πρόσωπο της αντικατοπτρίζεται η γυναίκα της τότε εποχής. Γεμάτη αγάπη για τα παιδιά της και σεβασμό προς τον σύζυγο της υπομένει καρτερικά όλες τις κακουχίες και τις στερήσεις χωρίς διαμαρτυρία.



Κυριάκος. Άνδρας 50 χρόνων. Μια προσωποποίηση του τοκογλύφου της τότε εποχής. Δίχως αισθήματα και ανθρωπιά.



Τζυρά - Ελεγκού. Μάνα της Χρυσταλλούς. Γύρω στα 70. Στο πρόσωπο της φαίνεται ζωγραφισμένη η ζοφερή πραγματικότητα της τότε εποχής.



Βρυώνης. Άνδρας 45 χρόνων. Κουμπάρος του Γιωρκή και εργάτης στο μεταλλείο του Μαυροβουνίου.



Ντελάλης. Άνδρας 55 χρόνων. Δημόσιος υπάλληλος που διενεργεί τις δημοπρασίες.



















Α’ σκηνή. Αργά το βράδυ. Στο σπίτι του Γιωρκή όπου σε μια κάμαρα κοιμούνται και τα δυο παιδιά της οικογένειας. Ακούγεται το τριζοβόλημα του νυχτερινού τζίτζικα και τα βήματα της Χρυσταλλούς που πηγαινοέρχεται μέσα στο σπίτι.



Χρυσταλλού Άρκησεν να φανεί πάλε πόψε ο Γιωρκής. Παναγία μου, βοήθα τον νάρτει καλά στο σπίτιν του τζιαί στα μωρά του.



(ακούγεται η πόρτα)



Χρυσταλλού – καλώς τον Γιωρκή. Άρκησες πάλε τζι’ ανησύχησα. Εν μεσάνυχτα σχεδόν. Που ήσουν μες την μαύρη νύχτα; Τα μωρά εκαρτερούσαν σε, αλλά, ενυστάξαν τζιαί εποτζιοιμηθήκαν. Τζι’ η μάνα μου όσον τζιαί επήεν τωρά ποτζιεί στο μακρυνάρι για να ξαπλώσει. Είσιε την έννοια σου.



Γιωρκής – που εν νάμουν Χρυσταλλού μου. Έτο, εμαυρολαόνουμουν μες τα χωράφκια. Ήμουν τζιηκάτω στον Άι- Σώζοντα τζι εμάζευκα τα τεράτσια. Ώσπου να τα βακλίσω, να τα σωρέψω τζιαί να τα βάλω μες τις σακκούλες, ήβραν με τα μεσάνυχτα.



Χρυσταλλού – τζιαι ήτουν βία χαρώσε, να τα μαζέψεις πόψε; Εν τζιαί αύριον ημέρα του Θεού.



Γιωρκής – χαρκέσαι εν το ξέρω; Αλλά έτο... έστειλεν χαπάρι ο Κυριάκος ο τοκογλύφος, αύριο λέει εν νάρτει για να τον πκιερώσουμε. Έληξεν λαλεί η υποθήκη που εβάλαμεν για να γοράσουμεν το σιτάρι τζιαί να σπείρουμε.



Χρυσταλλού – μα, ήντα εβιάστηκε; Ακόμα εν τρυήσαμεν, ήνταλοής εν να τον πκιερόσουμε; Εν βαστούμε ούτε ένα γρόσι. Τα μωρά τις περίτου νύχτες τζιοιμούνται νηστικά.



Γιωρκής -  Αχ....( βαριαναστενάζει) χαρκέσαι κόβτει τον;



Χρυσταλλού – η συμφωνία μας εν ήτουν να μαζέψουμε τζιαί τα σταφύλια τζι’ ύστερις να λοαρκαστούμεν;



Γιωρκής – έτσι ήτουν! ή καλλύττερα έτσι είπαμεν τζιαί δώκαμεν τζιαι τα σιέρκα. Μα τούτος λαλεί βαστά χαρτί, με τις δακτυλιές μας πάνω, τζιαί των δκυό μας, που γράφει ότι έχουμεν διορία να πκιερώσουμε μέχρι αύριο.  Στραβός εγιώ, στραβή τζιαί σου αφού εν γαϊζουμε δκυο κουτσιά γράμματα, έγραψε πάνω στο συμφωνητικό ότι ήθελε ο κκεραττάς.



Χρυσταλλού – Εε, τζι’ ήντα  που να κάμουμεν τωρά; Εν να κανίσουν τα τεράτσια; Με έτσι αναβροσιά ένε νεοθήκαν με τούτα. Εν τέλια πόξυλα, τζιαί τζίνα που εγερατήσαν νακκουρίν τα περίτου εφάν τα οι ποντίτζιες. Αχ! Αν εγερατίζαν νάκκουριν τα σπαρτά μας κάτι ήτουν να γενεί, αλλά, ούτε για άσσιερο των κτηνών ένεκάμναν φέτος.



Γιωρκής -  Έσιεις δίκαιο Χρυσταλλού, σίουραν έθθεν να κανέσουν.

 Ένε γιορκίσαν  με οι τερατσιές. Έτο...εν να του δώκω ότι εσόρεψα τζιαί ως πάρακατω θωρούμεν.



Χρυσταλλού – τζιαί εν να δεχτεί ο ππαραόπιστος; Εν θυμάσαι τη μακαρίτισσα την Κωσταρού; Για μιαν σακκούλα σπόρον, έπιαν της το σπίτι τζιαί έσυρεν την έξω όπως τον σσιύλλο τον ψώρη. Αχ! Που το μαράζι της ενεβάσταξε, τζιαί δκυο μήνες ύστερον επέθανε που τον καμό της.



Γιωρκής – ξέρω το Χρυσταλλού μου, θαρκέσαι εν το ξέρω; Άϊς τα όμως τούτα τωρά, τζιαί ως αύριο έσσιει ο Θεός. Ως που να πλυθώ λλίον, βάλε κατιτίς να φάμεν τζιαί εζαλίστηκα που τη πείνα.



Χρυσταλλού – ξέρεις Γιωρκή...εν τζιαί μαείρεψα. Εν ήσιε τίποτε έσσω για  να μαειρέψω. Δκυο – τρεις ελιές τζιαί έναν βούκκο χαλλούμι που μας έδωκεν η μάνα μου, εφάν τα τα μωρά. Επεινούσαν τζιαί εν ημπορούσαν να τζιοιμηθούν. Είσιαι τζιαί λλίον ψουμίν...ελοάρκαζα να το βουτήσουμεν μες το μαυρόλαο για να φάμεν τζιαί μείς, αλλά εμούγλιασεν, εσκλύρινε τζιαί γίνην σαν τη πέτρα. Ούτε οι σιύλλοι εν το τρώσιν...



Γιωρκής – εν πειράζει Χρυσταλλού μου, μεν μου στεναχωρκέσαι, εν τζιέν η πρώτη μας φορά που να ππέσουμε νηστιτζιοί. Αλλά πόψε πεινώ πολλά τα βλοημένα. Ετρύπησεν το στομάσιη μου που την πείνα. Φέρτο ψουμίν δα...



Χρυσταλλού – μα Γιωρκή μου, εν μουγλιασμένο, τζιαί φοούμαι εν να σε πειράξει.



Γιωρκής -  φέρτο Χρυσταλλού μου, φέρτο χαρώσε να το δω, τζιαί μεν φοάσαι...



Χρυσταλλού – Καλόν....

( ακούγεται άνοιγμα ντουλαπιού)

Έτο,  έν τρώεται...κάλλιον να βράσω λλίον νερό τζιαί να σου βάλω μέσα μιαν κουταλιά ζάχαρι. Εν να σε στήσει θαρκούμαι,



Γιωρκής – όϊ γυναίκα. Το ζάχαρις εν για τα κοπελλούδκια. Ώσπου να πλυθθώ λλίον, γύρε μιαν σταξιά λάδι μες το τηάνι τζιαί τηάνιστο το. Θαρκούμεν εν θα μας πειράξει. Άεις το να καπηρώσει καλά.













































Β’ σκηνή



Πρωινό της επόμενης μέρας, όπου έρχεται ο Κυριάκος ο τοκογλύφος.

Μέσα στο σπίτι είναι μόνη η τζιυρά- Ελεγκού.



Κτύπημα στη πόρτα.



Τζιυρά- Ελεγκού – πκιός; Ρέξε έσσω, εν ανοιχτά. Ω! Καλώς τον κύριο Κυριάκο. Έλα κάτσε, επεριμέναμεν σε...



Κυριάκος – εν έχω ώρα τζυρά – Ελεγκού για να κάτσω. Βκιάζουμαι, πρέπει να πάω τζιαί στο Πάνω Χωρκό να εισπράξω κάτι γρωστούμενα μου. Ο κόσμος εχάλασεν τζυρά μου. Εν πκιερώνει πκιον μέναν κολάϊ, τζιαί πρέπει να τους βουράς ξωπίσω.



Τζυρά- Ελεγκού – μα εν τζιαί φταίει ο κόσμος κύριε Κυριάκο. Εν βλέπεις τζιαί σου ότι δουλειές εν έσσιει, τζιαί που πάνω , έστησεν γινάτι  ο πλάστης μου τζιαί εν λαλεί να ρίξει λλίην βροσιήν, να ξεδιψάσει νακκουρίν η γη τζιαί να νεοθούν τα δεντρά τζιαί τα σπαρμένα . Έσσιει δκυο γρονιές να κάμει μια σταξιά νερό. Εξεράνασιν ούλλα τζιαί ο περίτου κόσμος πεινά...



Κυριάκος – Τζιαί εμένα ίντα με κόφτει, τζυρά - Ελεγκού; Σαν μεν ζητήσουν δανικά. Εγώ τη δουλειά μου κάμνω, έχω τζιαί γιώ κοπελλούδκια να αναγιώσω. Αν έχουν πρόβλημα με κάποιον, εν με τον Θεό που πρέπει να τα βάλουν. Όϊ με μένα που τους βοηθώ.



Τζυρά- Ελεγκού – Αμαρτία κύριε Κυριάκο, μεν βάλλεις στο στόμα σου τον Θεό!



Κυριάκος – ου τζιαί σου, εζάλισες με. Που εν ο Γιωρκής; Εμήνυσα του να με καρτερεί



Τζυρά- Ελεγκού – εν πίσω στο σώσπιτο τζιαί ζυάζουν τα τεράτσια με την Χρυσταλλού. Εκαρτερούσαν σε...τώρα να τους βάλω μια φωνή



(Φωνάζει η Τζυρά –Ελεγκού και μπαίνει μέσα ο Γιωρκής)



Γιωρκής – καλώς τον κύριο Κυριάκο



Κυριάκος – γειά σου Γιωρκή. Εκαθυστέρησες με. Έσιει ώρα που καρτερώ τζιαί βιάζουμαι. Εκανόνισες τα γρωστούμενα σου; εν τζιαί πιστεύκω να μεν τα κανόνισες, ή να μεν θυμάσαι ούτε τζιαί σου πόσα γρωστάς;



Γιωρκής – ήντα που θέλεις να πεις;



Κυριάκος – τίποτε Γιωρκή. Μεν αρπάζεσαι, έτο, πριχού νάρτω ποδά, επέρασα που τον Γιαννή. Τζιαί άκου να δεις κόψιμον του νου του, έδειξε μου μια κόλλα  ο άτιμος ότι εγρώσταν πκιο λλία, εν ελοάρκασε τα έξοδα τζιαί τους τόκους καλά. Επρόσβαλε με. Αλλά εγιώ σαν τίμιος άδρωπος που είμαι, τζιαί συσταρισμένος, είχα τα ούλλα γραμμένα, τζιαί με τη βούλλα του. Τωρά να δεις πούννα γυρίζει μες το χωρκό τζιαί εν να με κατηορεί. Εν να βκω τζιαί κακός πουπάνω που πρέπει να πκιάσω τα χωράφκια του, γιατί ο Γιαννής ένεκαμε καλά τους λοαρκασμούς του.



Γιωρκής-  λάλε να δούμε πόσα γράφουν τα δευτέρκα σου



Κυριάκος- έδωκα σου 25 λίρες. Τζιαί με τον τόκο, κάμνουν μας 48 λίρες. Έτην τζιαί τη βούλλα σου. Τζιαί τη δική σου , τζιαί της Χρυσταλλούς.



Γιωρκής – μα 23 λίρες μου έδωκες , κύριε Κυριάκο



Κυριάκος – ναι, καλά λαλείς. 23 έδωκα σου. Μετρητές, την μιαν πάνω στην άλλη, τζιαί δκυο λίρες για τα χαρκιά, τα ππούλια τζιαί κάτι άλλα μικροέξοδα , κάμνουν μας 25. 25 λίρες στρογγυλές.



Γιωρκής -  καλόν. Αλλά είπαμεν να σε πκιερώσω μετά που τον τρύ. Εσού ήντα εσιάσιαρες;



Κυριάκος – Γιωρκή, μεν είσαι άδικος τζιαί αχάριστος. Έτο δαμέ, 4 του δευτορογιούνη λήει η υποθήκη σου. Σήμερα πόσες έχουμεν; 5 ! εχάρισα σου τζιαί μιαν ημέρα περίτου.



( μπαίνει μέσα η Χρυσταλλού)



Κυριάκος - Ώ!! Καλώς την Χρυσταλλού.



Χρυσταλλού -  (ξεροβήχει)



Γιωρκής -  εζύασες τα ούλλα; Πόσα ένουν;



Χρυσταλλού – 19 καντάρκα



Γιωρκής – 19 καντάρκα; Εντάξει Χρυσταλλού. Πκιάς την μάνα σου τζιαί τη σακκοράφα, τζιαί πηαίνετε να ράψεται τις σακκούλλες να τις φορτώσουμε του κύριου Κυριάκου



( φεύγουν οι δύο γυναίκες)



Κύριε Κυριάκο, άκουσες. 19 καντάρκα εβκήκαν τα τεράτσια, να τα πκιάσεις τούτα τωρά, τζιαί μετά τον τρύο να σου δώσω τζιαί τζιείνα που πολίφκονται. Τα σπαρμένα έν εγερατήσαν καθόλου....Εν να τα βολέψω, μεν έσσιεις έννοια.



Κυριακός – μα Γιωρκή , εν τζιεν έτσι που συμφωνήσαμεν. Γελάς μου. Εγιώ είμουν άδρωπος, σωστός μιτά σου



Γιωρκής – εν να μου θέλεις να πεις; Πως εγιώ εν είμαι σωστός άδρωπος τζιαί εν να σου γελάσω;



Κυριάκος-  όι Γιωρκή, επαρεξήγησες μου. Αλλά για να είμαστε πάλι φίλοι  πρέπει να κάμουμεν νέες συμφωνίες. Καλές τζιαί συσταρισμένες δουλειές, τζιαί  νέα χαρκιά που την αρκήν. Για το καλό σου! Εν νομίζω να μεν συμφωνείς;



Γιωρκής – καλόν, λάλε να δούμε



Κυριάκος – 19 καντάρκα τεράτσια που 15 σελήνια κάμνουν μας 14 λίρες και 5 σελήνια. Εσού γρωστάς 48 λίρες.  Έστι μεινίσκουν 33 λίρες τζιαί 15 σελήνια, καθυστερημένα . Με τους τόκους μέχρι το Σεπτέβρη , τζιαί κάτι μιτσιά έξοδα κάμνουν μας 40 λίρες  καθαρές. Άτε, βάλε τον μεαλιόνα σου δαμέ να τελειώνουμε.



Γιωρκής – 40 λίρες; Μα εν πολλά κύριε Κυριάκο. Που εν να τάβρω;



Κυριάκος- εν για να σε βοηθήσω που πασκίζω Γιωρκή! Κάμνω τα μάτια τα στραβά. Καταλαβαίνω ότι είσαι  άδρωπος τίμιος τζιεσού,  σαν τζιαί μένα, τζιαί ξέρω το ότι προσπαθάς, αλλά συμπάθα με, τόσα φκαίνουν. Αν μεν συμφωνείς ...εν να πρέπει να μου δώκεις τα χωράφκια.



Γιωρκής – καλόν, φέρτο χαρτί να το βουλλώσω να τελειώνουμε.



Κυριάκος – βάστα μια στιγμή... μεν βιάζεσαι, είπαμεν καθαρές δουλειές.....Εν να σε βοηθήσω για να δεις ήντα καλός άδρωπος είμαι εγιώ,  ...αλλά αν με τα καταφέρεις μέχρι το τέλος του Σεπτέβρη να με ξοφλήσεις, εν να πρέπει να μου δώσεις τα χωράφκια αλλά τζιαί το σπίτι...



Γιωρκής- (Αναστενάζει και αφού σφραγίζει το χαρτί)  φέρτο αυτοκίνητο σου ποτζιεί γυρώ που την αυλή, να σου φορτώσουμε τα τεράτσια.











                                                















Γ’ σκηνή



Την επομένη το πρωί στο σπίτι του Γιωρκή.



Χρυσταλλού – άτε μωρά, τζι’αρκήσετε για το σκολείο, σε λλίο εν να παίξει το κουδούνι. Να προσέχετε μες το δρόμο. Α, μες τις παλάσκες έβαλα σας παξιμάτι. Μοσκομυρίζει λάδι. Έφερε το εψές ο τζιύρης σας που ήρτεν που τα χωράφκια.



Γιωρκής – έλατε να σας φιλήσω τζιαί γιω παιδκιά μου. Έτσι μπράβο. Δώστε μου μιαν αγκαλιά μεγάλη. Να προσέχετε στο δρόμο. Τζιαί να δκιεβάζετε. Ακούτε, να δκιεβάζετε, για να μεν μπορούν να σας γελούν οι απατεώνες.



( Ο Γιωρκής κλαίει και η φωνή του ακούγεται τσακισμένη.)



Χρυσταλλού -  μα, ήντα που κλαίεις τωρά εσού. Εν τζιαί να πάσιν πέρα. Τζιαί σήμερα μάλιστα έχουν τζιαί ένα βούκκον παξιμάτι να βάλουν μες το στόμα τους, να περιπαίξουν λλίον την πείνα τους. Ας είσαι καλά που σκέφτηκες να ψήσουμεν το ψουμί.

Μα έλα πέ μου , ήντα που σε βασανίζει; Εψές εν έκλεισες μάτι. Εκλώθεσουν σαν τον κούφο μες το κρεβάτι τζιαί εν ήβρισκες νεπαμό 



Γιωρκής – σκέφτουμαι συνέχεια τζείνο το χρέος τζι’ ένεν μπορώ να το φκάλω που το νου μου. Άμαν πάω να κλείσω μάτι, ευτής βλέπω να με μουντάρει μια κατάμαυρη καρακάξα. Μόλις πάω να την κοιτάξω πέφτει η κκελέ της τζιαί βλαστά μια άλλη. Τζείνη του Κυριάκου, του ελεεινού του τοκογλύφου, τζιαί αννεί το στόμα της να με ακκάσει.



Χρυσταλλού -  μεν το πολλοσκέφτεσαι Γιωρκή μου, τζιαί ο Θεός εν μεγάλος, εν να τα καταφέρουμε



Γιωρκής – εν δύσκολα τα πράματα Χρυσταλλού, γι’ αυτόν τζιαί εγιώ εμίλησα χτές  με τον κουμπάρο τον Βρυώνη. Είπα του τζιαί εκανόνισε μου δουλειά στο μεταλλείο του Μαυροβουνιού, κοντά του.



Χρυσταλλού – τζιαί ήντα που ξέρεις εσύ που τις δουλειές του μεταλλείου. Εγεννήθεις με τη τσάππα στο σιέρι, μες το αέρα τζιαί τον νήλιο, ήνταλοης εν να αντέξεις μες τις τρύπες πουκάτω που τη γη;



Γιωρκής – εν να πάω να δουλέψω σαν αρκάτης. Πρέπει Χρυσταλλού. Να πκιάσω λλία ριάλια πέρκιμον τζιαί ποσόσουμεν τζείνα που γρωστούμεν του Κυριάκου. Το σιτάριν είδες το, εν έσυρε ύψος, τζιαί οι κουτσούλλες  οι περίτου ήτουν  όφκαιρες, εν άξιζε το κόπο να θερίσουμε. Προχτές που έδωσα τζι’ ένα γυρό μες τα αμπέλια έλλειωσεν τα η μίλλα μου. Εξεράναν οι κουζούπες τζιαί κάτι κνιζιά που εκαρπίσαν εν λιωμένα τα περίτου. Εν να μεν κανέσουν τζιαί εν να χάσουμε τα μάλια, τζιαί το σπίτιν μας.



Χρυσταλλού – τζιαι πόσον τζιαιρόν εν να κάμεις τζιηκάτω;



Γιωρκής – δκυο λίστες, δηλαδή 26 μέρες, εμίλησεν του επιστάτη, ο κουμπάρος.



Χρυσταλλού – Θαρκέσαι εν να τα καταφέρεις;



Γιωρκής – γιατί όϊ. Εν ηξέρω τίποτε που τα μεταλλεία, αλλά μεν φοάσαι. Εν ο κουμπάρος ο Βρυώνης τζιαί εν να μου παραντζιείλει.



Χρυσταλλού -   όπως νομίζεις εσού τζι’ εν κάλλιο. Να προσέχεις όμως τζιηκάτω μες στους σπήλιους. Εν τζιέσει χωραττά. Αν δεις τζιαί εν ημπορείς στράφου πίσω τζιαί εν να περάσουμε, ο πλάστης μου εν να μας βοηθήσει. Τζιαί πότε με το καλόν εν να φύεις;



Γιωρκής – τωρά. Πρέπει να προλάβω το λεωφορείον να με πάρει ως τη χώρα τζιαί ύστερα θωρώ. Αύριο που το πρωίν πκιάνω δουλειάν.... Να μεν μου στεναχωρκέσε τζιαί να κλαίεις μπροστά που τα μωρά. Α, που κάτω που το στρώμα έσιει ανάμιση λίρα, έστειλεν μου την ο κουμπάρος, δανεικά ως που να πκιερωθούμε για να ψουμνίσεις να περάσετε ως που να στραφώ πάλε πίσω.



( ακούγονται λυγμού)



Μεν κλαίεις Χρυσταλλού, τζιαί σύντομα εν νάρτω πάλε. Εν να ξοβλήσουμε τζιαί τζείνον τον βτέλλα, τον τοκογλύφο τον Κυριάκο που ρουφά το γαίμαν μας. Έλα μεν μαραζώνεις τζιαί εν νάρτουν καλλίτερες μέρες, τζιαί για μας, τζιαί για ούλλον τον κόσμο.

Φώναξε μου τωρά την μάνα σου να την ποσιερετήσω.



( φωνάζει της μητέρας της και έρχεται η τζιυρά- Ελεγκού)

Έλα να σε φιλήσω μητέρα, τζιαί δως μου την ευτσιή σου. Φεύκω για το μεταλλείο.



Τζιυρά – Ελεγκού – στο καλό να πας γρουσέ μου γιε. Τζιαί σύντομα νάρτεις πάλε πίσω. Η Παναγιά μετά σου.





Δ’ σκηνή



Νύκτα. Τα μωρά κοιμούνται και η Χρυσταλλού κάθεται με τη μάνα της.



Χρυσταλλού – έσιει δκυο μέρες που έφυεν ο Γιωρκής τζιαί ούτε ένα χαπάρι. Ανησυχώ μανά.



Τζιυρά – Ελεγκού -  μεν χάνεις τες ελπίδες σου κόρη μου. Εν άξιος ο Γιωρκής, εν να τα καταφέρει. Έτο ακόμα εχτές επήεν, αύριο να δεις που να μας χαπαρίσει ότι εν καλά



( κτυπήματα στη πόρτα)



Χρυσταλλού- πκοιός ένει έτσι ώρα; Άνου πάνω εσού μανά, κάποιος φακκά τη πόρτα. Φοούμαι. Αν ήτουν έσσω ο Γιωρκής...



Τζιυρά – Ελεγκού – μεν κάμνεις έτσι κόρη μου. Δκυο λεπτά, ερκούμαστεν..



Βρυώνης -  ώρα καλή τζιυρά – Ελεγκού. Συγχωράτε μου που ήρτα έτσι ώρα. Εν μέσα η κουμέρα η Χρυσταλλού;



Χρυσταλλού – ρέξε έσσω κουμπάρε Βρυώνη. Μα ήντα που γυρεύκεις τέδκιαν ώρα. Εν μαζί σου τζιαί ο Γιωρκής;





Τζιυρά – Ελεγκού- κάτσε Βρυώνη. Που το δη σου, εν κακό μαντάτο που μας φέρνεις.



Βρυώνης – ήντα να σας πω τζιυρά – Ελεγκού. Εν ήξέρω ήνταλοής να σας το πω



Χρυσταλλού-  Ο Γιωρκής...κάποιον κακό έπαθεν ο Γιωρκής μου. Μίλα κουμπάρε,



Τζιυρά – Ελεγκού – άεις τον κόρη μου να πιεί ένα βρόκκο νερό. Εν τον θωρείς; Εχλώμιανε, εγίνειν σαν το τζιερί τζιαί επόδρωσε...



Βρυώνης – ο Γιωρκής....ο κουμπάρος ο Γιωρκής, εκτύπησε.



Χρυσταλλού -  Παναγία μου  τζιαί βοήθα μας! Εν πολλά; Εν σοβαρά; Πού τον έχουν;



Βρυώνης – εν να μου να σας πω; Ήτουν σοβαρά,



Τζιυρά – Ελεγκού -  Ήτουν;



Χρυσταλλού – εν ψέματα που λαλείς. Μίλα καθαρά. Τι σημαίνει ήτουν; Πε μου να χαρείς ( πέφτει στα πόδια του)



Βρυώνης - εκατεβήκαμεν το πρωί μες τη γαλαρία, τζιαι αρκέψαμεν δουλειάν. Ελειφτήκαμεν όμως το νερό τζιαί ο επιστάτης είπεν του κουμπάρου να βκει πάνω να φέρει δκυο - τρία παούρκα μέχρι να τελειώσει η βάρδια μας. Εβκήκεν πάνω στο κάδο που τραβούμεν τα χώματα τζιαί τα άχρηστα. Ένεψεν του βυντζιέρη να ξεκινήσει το παλάγκο. Άμαν έφτασε μέχρι τη μέση του λάκκου ο κάδος έπαιξε. Έδωσε λλίους γυρούς τζιαί εζάλισεν τον Γιωρκή, τζιαί έτσι όπως ήτουν αμάθητος έγυρε μες το λάκκο τζιαί έππεσεν. Ήτουν ψηλά πολλά, τζιαι εφάκκαν πάνω στα δοκάρκα, ώς που τζιαι κουράτζισεν. Εγίνηκεν κομμάτια.  Έππεσεν κάτω στα πόδια μας πρώτα η ποϊνα  με το πόϊ του μέσα, τζιαί πάνω που τις τζιεφαλάες μας έσταζεν το γαίμα του.



Χρυσταλλού – Θεέ μου, ήντα λαμπρόν έριξες πάνω μας; ( φύρνεται)



Τζιυρά – Ελεγκού – Καταραμένη φτώσεια, θέλεις γαίμα για να χορτάσεις τζιαί να μερώσεις...







































Ε’ σκηνή



Στο σπίτι και η Χρυσταλλού με την μητέρα της και τα δυο παιδιά της βάζουν πράγματα μέσα σε χάρτινα κουτιά.



Χρυσταλλού- που ίσιωσες μανά, να πάεις; Μείνε να τελειώσουμε, να βάλουμεν μες τις κάσιες τα ρούχα των μωρών. Σε λλίον εν νάρτει ο Κυριάκος με τους ζαπτιέδες να μας βκάλουν έξω. Εξέχασες πως σήμερα εν να γενεί το άλα ούνα, στον καφενέ του χωρκού  μας, για τα χωράφκια τζιαί το σπίτιν;



Τζιυρά – Ελεγκού - Ξέρω το κόρη μου, ξέρω το. Μπορώ να το ξεχάσω; Είπα να  πάω να δω πέρκιμον τζιαί πκιάσει το σπίτι κανένας χωρκανός. Κανένας καλοβύζαστος γριστιανός τζιαί εν μας πετάξει έξω στο δρόμο σαν τους σιύλλους



Χρυσταλλού- πόμεινε να πάμεν ούλλοι μαζί



( ακούγεται φασαρία από ανθρώπους μέσα στο καφενείο)



Ντελάλης -  τζιαί το τελευταίο, άλα ούνα, άλα τούε,  άλα τρε, τζιαί το χωράφιν του Γιωρκή στον Άϊ Σώζοντα,  πάει στον Γριστοφή για 7 λίρες. Τελευταίο έμεινε το σπίτιν του μακαρίτη. Ποιός θα αρτηρίσει κύριοι; Ξεκινούμεν με 10 λίρες.

Άτε κύριοι, πκοιός θα κάμει την αρκή;





Κυριάκος - εν να αρτηρήσετε τζιαί σεις Χρυσταλλού τζιαι ήρτετε δαμέ; Οξά εν για να σας λυπηθούν οι χωρκανοί τζιαί να μεν αρτηρίσουν; Εγιώ όμως εν να αρτηρήσω. Δικαιούμετο σύμφωνα με το νόμο.

12 λίρες διώ εγώ



Ντελάλης - 12 λίρες ο κύριος Κυριάκος. Έσσιει κανέναν άλλο;



Βρυώνης - άτε Τζυρά – Ελεγκού, παρακάλεστον πέρκειμον τζιαί λυπηθεί τα μωρά σας. Πέρκιμον  τζιαί πέψει του φώτισην ο Θεός τζιαί σεβαστεί τα γρόνια σου.



( Η Τζιυρά –Ελεγκού συλλογίζεται. Παίρνεις θάρρος και πάει μπροστά στον Κυριάκο να του φιλήσει το χέρι ...)



Τζιυρά – Ελεγκού – λυπήθου μας αφέντη μου. λυπήθου τα μωρά μας. Φιλώ τα σιέρκα σου...φιλώ τα πόδκια σου, άεις μας ας ένει τζιαί το σώσπιτο, τζιαί ο Θεός εν να σου τα πέψει πίσω, διπλά τζιαί τρίδιπλα.



Κυριάκος – μεν ανακατώνεις τον Θεό είπαμεν. Εγιώ εν να κάμω τη δουλειά μου. θέλω τζείνο που μου ανήκει.



Χρυσταλλού – σήκω πάνω Μανά. Μεν προσπέφτεις του Σατανά. Εν τον θωρείς. Εν ο ίδιος τζιαί εκατέβην κάτω. Αλλά που εν να πάει εν΄νάρτει τζιαί η δική του η σειρά. Όπως τούτος κρατά κατάστιχα με τα γρωστούμενα, το ίδιον κρατεί τζιαί ο πλάστης μου. Τζιαί αν τούτος βάλλει τόκος, βάλλει τζιαί ο Θεός, τζιαί εν θεν αφήσει τα μωρά μου να χαθούσιν. Εν να δικάσει τζιαί εν να δώσει δικιοσύνη.





Ε’ σκηνή



Χρυσταλλού-  είδες μανά, που σου ελάλουν. Ούλλα εν να σάσουν σιγά- σιγά.



Τζιυρά –Ελεγκού – ναι κόρη μου. Μακάρι νάν καλά οι χωρκανοί που μας εδώσαν τούντην κάμαρη τζιαί εν τζιοιμούμαστιν μες στα χωράφκια.



Χρυσταλλού -  όϊ μόνον τούτον Μανά. Το πιο ωραίο εν σου τόπα ακόμα. Εψές εκάτσαν μες τον καφενέ ούλλοι οι χωρκανοί τζιαί αποφασίσαν να ενωθούν τζιαί να στηρίξει ο ένας τον άλλο.



Τζιυρά –Ελεγκού – τζιε ήντα μπορούν να κάμουν κόρη μου αφού εν ούλλοι μεροκαμαδκιάρηες τζιαί εν έχουν στον νήλιο μοίρα;



Χρυσταλλού - Κάθε πρωί ούλλοι οι χωρκανοί  εν να φέρνουν δαμέ τα γιορκήματα τους, αυκά, ντομάτες, αγκουράκια...ότι έσιει ο καθένας για πούλημα.

Εν να ψουμνίζουν που δαμέ ότι χρειάζονται, φτηνά, τζιαί το άλλο πρωί που νά’ ρχκουνται εν να πκιάνουν τα ριάλια τους. Εν να μου διούν τζιαί μένα το μεροκάματο μου τζιαί τα κέρτη εν να φυλάουνται που την επιτροπεία.  Όποιος χωρκανός γραφτεί μες τούτον τον...τωρά να δεις εν να μου τον λαλούσιν, τα ευλοημένα εξέχασα το. Α , αθυμήθηκα. Συνεργατισμό, εννάν μέλος τζιαί εν νάσιειν λόον στις αποφάσεις τζιαί μερτικό στα κέρδη.

Έθθεν νάχουμεν ανάγκη πκιόν τους τοκογλύφτες. Εννά δανείζει ο ένας τον άλλο, με λλίον τόκο, τζιαί καθαρές κουβέντες.



Τζιυρά – Ελεγκού -  Ο Θεός που τους εφώτισε, κόρη μου. Ήτουν τζιαιρός  ούλλοι μας να μονιάσουμε, τζιαί να καταλάβουμεν ότι χρειαζούμαστεν ο ένας τον άλλο. Δόξα νάσιει ο πλάστης μου, το δρώμα  τζιαί το γαίμαν των φτωχών εν θεν να πάει χαμένο.



Χρυσταλλού – Εποφασίσαν να βάλουν  τζιε ταπέλλαν πόξω που το συνεργατικό που εν να γράφει με μεγάλα γράμματα,

 « ο Καθένας για όλους και όλοι για τον καθένα»





ΤΕΛΟΣ