Η θλίψη του ποιητή
Εγώ δεν είμαι ο ποιητής που ποτέ σου θ’ αγαπήσεις,
δεν θα με βρεις τις μέρες, ούτε σε τόπους λαμπερούς
Εγώ βγαίνω τις νύχτες λαθραία και κυνηγημένος στα
νεκροταφεία
διαβάζω τις επιτύμβιες πλάκες και μαυρομολυβιάζω τις σβησμένες
επιγραφές
Δεν θα αναγνωρίσεις το πρόσωπο μου γιατί σκύβω το κεφάλι
καθώς προσπερνώ τα αγάλματα των προγόνων μου,
και γράφω συνθήματα σε τοίχους χορταριασμένους απ’ την
υγρασία και τη μούχλα
Θα με βρεις ξενύχτη στα έρημα πάρκα
ή στο νεκροτομείο για την αναγνώριση ενός ακόμα δολοφονημένου
ονείρου
Βρίζω τις άσπλαχνες μοίρες και βάζω κατάρες στις ναυαγισμένες
ευχές,
ουρλιάζω ερωτήσεις αν και το ξέρω πως, δεν θα απαντηθούν
ποτέ
Μασώ φύλλα καπνού και καθαρίζω μόνο τις πληγές του ματωμένου
θεού μου,
κοιτώ και μαραζώνω για το χιόνι που λιώνει στ’ αντρίκειο
χάδι τ’ ανέμου
Δακρύζω για την ξεσκισμένη και ποδοπατημένη αξιοπρέπεια του
ανθρώπου
και για τη τιμή του που περιφέρεται στα στόματα αδέσποτων
σκυλιών
Θλίβομαι καθώς σε κοιτώ να σκορπάς τη ζωή σου
σε κυνήγι υλικών θεών, κι από τα δάκτυλα σου να κυλά
άσκοπα σαν σταγόνα νερό σε κήπο νεκρό
Είμαι πληγή που ματώνει καθώς απεγνωσμένα
αναζητώ χαραμάδες να μπω στον ύπνο σου και να σου μιλήσω
για την ομορφιά που χάνεται στο ξέφτισμα του χρόνου,
και για τις ξεχασμένες αισθήσεις, για τη σπατάλη της ζωής,
να σου θυμίσω, άνθρωπε, πως είσαι δέσμιος στην επιθυμία
και τ’ άσπλαχνο αγκάλιασμα των ημερών
Εγώ σου το ‘πα, δεν είμαι ο ποιητής που ποτέ σου θ’
αγαπήσεις,
γιατί δεν σε συγχωρώ που ξέχασες πως είναι να χαμογελάς,
και σε κατηγορώ που στη πλάνη σου έπαυσες, να ζεις και ν’ αγαπάς