Κάλπικα όνειρα
Το φεγγάρι απόψε σαν αλήτης, ξενύχτης, ήρθε και στάθηκε
έξω απ’ τη πόρτα μου,
κι η ανάσα του μύριζε ούζο και κρασί,
έφτιαχνε μέρες και ζοφερά σκοτάδια και γελούσε μαζί μου λέγοντας
το ξέρω ότι τα μάτια
των Αγίων σ’ ακολουθούν και σ’ ανεβάζουνε
το πυρετό
κι αυτή η μελαγχολία στα μάτια και στη φωνή σου, πλέον δεν
κρύβεται,
και μου χαλάει τη πιάτσα
ανάγειρα το κεφάλι και το κορόιδεψα, κι ύστερα, μ’ ένα τσιγάρο αναμμένο
έκαια τα χείλη μου στο ρυθμό ενός ζεϊμπέκικου αντρίκειου και
το γυρόφερνα
μέχρι που τ’ ακούμπησα και το ‘κανα ένα με τα σπασμένα ποτήρια στο δάπεδο
με μια χορτάτη ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο έκρυψα, μην δει, την
υγρή μου ματιά
και κτύπησα τα πόδια μου στη γη μην ακουστεί ο τριγμός απ’
τα δόντια μου
καθώς μάτωνα τη χούφτα μου συνθλίβοντας τα κάλπικα όνειρα
μου.