Σε διαδρόμους νυχτερινούς και κρύους
πηγαινοέρχονται του χρόνου οι σκοτεινοί δεσμοφύλακες
κι αλλάζουν ασταμάτητα βάρδια κουβαλώντας την απουσία τους
Ευλαβικός συλλέχτης εγώ σπασμένων ονείρων,
ξαπλωμένος σ’ ερείπια αχάρακτου χαμόγελου και
πιασμένος σε σιδηροπαγίδες σκουριασμένες να φυλακίζουν τον ίσκιο μου
ξοδεύομαι σε άυλα φιλήματα λαβωμένα
συντροφεύοντας
αχάιδευτες μορφές αγαπημένων
καθώς κοιτάνε παραξενεμένες το ανθισμένο λουλούδι στα χείλη
μου
Κι έρχεται το δειλινό βουτηγμένο σε παχύρευστο μέλι
κι οι ψυχές που έγιναν αναλώσιμες με χείλη που έπαψαν πλέον
να ποθούν
μετρούν τις καρέκλες αυτών που θα ρθούν στο μνημόσυνο
κι εγώ εξακολουθώ να χαμογελώ κοιτώντας τους μέσα από το
ξεθωριασμένο απ’ το κρύο μάτι του στρατιώτη στη σκοπιά
και αναπνέοντας από το χνότο τ’ αδικημένου.