Ο γεροπλάτανος, χιλιοχρονισμένος
πια,
καμπούριασε κι έγειρε στον χωμάτινο δρόμο,
χωρίς ένα ανθό, μόνο σκόνη στα σταχτιά του φύλλα
κι από κάτω στη
ρίζα, χορτάρι,
αν και πολλοί
αποζήτησαν τη σκιά του
ελάχιστοι τον
πρόσεξαν τόσο καιρό,
όμως αυτός όλους τους είδε,
τους θυμάται να τρέχουν να προφτάσουν
και να φεύγουν
ένας ένας.