Ο σάρκινος βολβός!
Και να! στέκομαι
πάλι τ’ απομεσήμερο πίσω απ’ το παράθυρο με τις μωβ κουρτίνες και κοιτάζω τους
περαστικούς. Αναμένω να δω ακριβώς την ίδια ώρα, την ίδια μαύρη άμαξα και τον οδηγό της με το ψηλό
καπέλο. Το ξέρω πως οι μαύρες κουρτίνες θα είναι τραβηγμένες αλλά, παράξενο,
μπορώ να δω από μέσα. Ένα μαονένιο φέρετρο σκεπασμένο με άγρια τριαντάφυλλα,
μαύρα κι αυτά, και κάθε φορά ένας νέος μαραμένος σάρκινος βολβός. Είμαι σίγουρος
πως και πάλι αυτή η ίδια μυρωδιά θα πλανάται στον αέρα, λιβάνι και λιωμένο
λεμονανθό. Μπροστά από τ’ άλογα, μαύρα
κι αυτά, θα περπατάν με τάξη, αργά και βαριά, κοπέλες ντυμένες με μαύρο φόρεμα
και στον ώμο ριγμένη μια δαντέλα μωβ. Θα φοράνε μαύρα γυαλιά και στο χέρι από
ένα μαραμένο τριαντάφυλλο, και τα μαλλιά τους λυμένα, θα μυρίζουν σάπιο χώμα. Ο αέρας θα κουβαλά
σκόνη από χώμα και θα μου γεμίζει τα στήθη. Όμως εγώ θα πρέπει να το υπομένω,
δεν γίνεται να μην καρτερώ. Σε λίγο θα φανούν οι λευκοί σκαντζόχοιροι να
ακολουθούν τη πομπή. Φορτωμένοι πατημένες σάρκες να προκαλούν τα ερπετά, και να
τα γαντζώνουν θανάσιμα στα μεγάλα τους αγκάθια. Και πιο πίσω μαύρα, κουτσά
σκυλιά, πληγιασμένα, κι από τις σάπιες σάρκες τους θα πέφτουν λευκά πεινασμένα σκουλήκια.
Έχουν κι αυτά ρόλο να παίξουν, ίσως και τον πιο σημαντικό. Θα μπουν μαζί με τη
τελευταία χωμάτινη φτυαριά που θα σκεπάσει το λευκό φως, θα φάνε τη περίσσια
σάρκα από κάθε βολβό, για να βγει το άσβεστο λευκό, κοκαλένιο φως της νύχτας. Το
φως της ημέρας μου θολώνει τα μάτια, δεν το αντέχω, όμως το υπομένω, δεν μπορώ
να μην καρτερώ. Με τυλίγει και σαν χέρι μ’ ανεβάζει ψηλά. Το κορμί μου γίνεται
διάφανο, ανάλαφρο, και ένα λευκό φως ξεπηδά από τα σπλάχνα μου. Καίει. Όμορφες
χλωμογάλαζες και λευκές αποχρώσεις με σκεπάζουν σαν πλάκα θανάτου, και είναι
όλα τόσο ήρεμα και σιωπηλά. Ακούω τα βήματα τους, και η αυστηρή, με τάξη πομπή πλησιάζει, στην
ίδια ώρα ακριβώς. Βάζω το πρόσωπο στο τζάμι, παράξενο, το κορμί μου διαχέεται
και το διαπερνά, σαν μια γλώσσα από φως γαλάζιο ταξιδεύει στον αέρα και
σκεπάζει το μαονένιο φέρετρο. Πρώτη φορά το κοιτώ από τόσο κοντά και μια πικρή
γεύση από πατημένη δάφνη μου στεγνώνει το στόμα γιατί, σήμερα είναι πιο άδειο
από ποτέ. Κοιτώ μην με βλέπει κανείς, και δειλά παριστάνω τον βολβό, και είναι τόσο ωραία να νοιώθεις
πως είναι η σειρά σου να παριστάνεις τον βολβό. Οι απ’ έξω, τον ίδιο πάντα
σκοπό και θλιμμένοι να ακολουθάνε σταθερά και με τάξη τη πομπή, να είναι
λυπημένοι, δεν έχουν ιδέα ποιος είναι ο βολβός, φτάνει ν’ ακολουθάνε και να
είναι όλα στην εντέλεια και στη σειρά. Μόνο που τώρα ξεπηδούν στα πλάγια, πίσω
κι από μπροστά, ξετρελαμένοι καλόγεροι
που χορεύουν σε ήχους μαγεμένου σουραυλιού, ανάβουν φωτιές και καίνε βιβλία και
στίχους. Και η πομπή συνεχίζει, η τάξη δεν πρέπει για κανένα λόγο να διασαλευτεί.
Κόκκοι από χώμα, τσιμπούρια και σταγόνες αίμα, σχηματίζουν στον αέρα άυλες
γυναικείες μορφές. Σκυφτές, μαντηλοφόρες και μοιράζουν μαύρες ελιές, κομμάτια
σταρένιου ψωμιού και μια γουλιά από κρασί. Ανοίγω το στόμα για να φωνάξω, μην λυπάστε, κεράστε άφθονο κρασί,
σπάστε τη σειρά σας, πατήστε τα στεφάνια και για σήμερα μόνο, αντί σε μαονένιο
φέρετρο, απλώστε λευκό πανί και αφήστε το βολβό στο λευκό φώς να βγει. Μα τη
φωνή μου δεν την ακούει κανείς, μια
φτυαριά από χώμα, γεμάτη λευκά σκουλήκια, μου φράζει το στόμα. Στενεύουν τα
στήθη μου, ο ουρανός είναι πιο γαλάζιος από ποτέ, και το λευκό φως μικραίνει
συνεχώς, γίνεται μια χτικιάρικη φλόγα σε καντήλι που καίει λάδι, προφυλαγμένο
πίσω από ένα κομμάτι τζάμι θαμπό, πάνω σε ξύλινο μαύρο σταυρό. Σαν γλώσσα από
λευκή φωτιά, στέκομαι για λίγο στον αέρα, και βλέπω την πομπή να ακολουθεί, με
αυστηρότητα και τάξη. Αύριο πάλι, σειρά έχει ο επόμενος βολβός.