Όμορφη που είναι
η νύχτα, ποθητή, κι απαλή σαν χάδι,
τρυφερή σαν χείλη
γυναίκας, και γλυκιά σαν ύπνος ,
να έρθει ήσυχα κι
αργά, καρτερικά προσμένω
πρώτα πα’ στου
κυπαρισσιού τις φυλλωσιές αθόρυβα να
κουρνιάσει,
κι ύστερα απαλά
να απλωθεί , χωρίς να την ενοιώσω
να μ΄ αγκαλιάσει
σαν αγαπητικιά, ζεστή ανάσα της μανούλας,
και όταν απ’ το
βυζί της θα πίνω των αθανάτων μέλι
μ’ ανεμοτράγουδα
να με αποκοιμίσει,
όμορφα να σβήσουν
οι ήχοι της ημέρας,
και της αιώνιας
νυχτιάς η σιγαλιά
για πάντα ν’
ακουστεί, πέρα ως πέρα.