Απολεσθέντες ψυχές
Χλωμό και
μελαγχολικό απόψε το φεγγάρι,
σαν μάτι θολό απ’ την αλμύρα πικρών δακρύων,
π’ αργοκυλάνε και
σβήνουν ημερομηνίες και όνομα,
και τα σταλάζουν περίτεχνα, σε πλάκα από μάρμαρο λευκό
Ακούω τα δέντρα που συζητάνε και κλαίνε απ’ έξω στην αυλή
μου,
μοιρολογούν για τα φύλλα που χάθηκαν,
και τα ρόδια που μαράθηκαν και πίκρανε ο καρπός τους
Πόσο θα ‘ θελα να τους πω, όμως μια φτυαριά χώμα πνίγει τη φωνή μου,
όλα έγιναν καθώς ήταν πρέπον να γίνουν,
μια μολυβιά ακόμη στο κατάστιχο, απολεσθέντων ψυχών