Ο Χωρισμός
Όμορφους, θλιμμένους
φθινοπωριάτικους ήχους
μου κουβάλησαν ο αέρας
κι η βροχή,
μου χτύπησαν τη πόρτα και τα τζάμια
καθώς έκλινα στο προσκέφαλο,
σηκώθηκα και
περίμενα ν’ αρχίσουν
οι ψίθυροι ν’ ανακατεύονται
με τον αέρα,
και το κλάμα των κουρτινών,
που πάνω τους σπάζει το σεληνόφως,
( Πώς θα
πορευτείς στην Άνοιξη με σπασμένα κλώνια και πέταλα νεκρά;)
τρεμουλιάζοντας, έκλαψε
το δίπλα μου κερί,
μα γαλήνη πάλι
δεν βρήκα, πόσο σκληρός ο χωρισμός.