Ξαπλωμένος σ’ ένα
στρώμα από καλάμια. Πύρινες γλώσσες έχουν
ζώσει το δωμάτιο. Ακούω τα δόντια της φωτιάς π’ ολοένα πλησιάζουν. Γέμισε καπνούς
αλλά ούτε να βήξω δεν μπορώ αφού μια λωρίδα από δέρμα λευκής κατσίκας μου έχει σφραγίσει το στόμα. Κρυώνω.
Φοβάμαι. Θέλω να τρέξω μακριά αλλά μου έχουν δέσει πόδια και χέρια με καλώδια
και διάφανους σωλήνες πλαστικούς. Σε κάθε μου προσπάθεια να φωνάξω γεμίζουν τα
στήθη μου καπνούς . Δεν είμαι σίγουρος
αν τον καταπίνω ή με καταπίνει. Δεν έχει
και καμιά σημασία. Αιωρούμαι για λίγο και συνουσιάζομαι μαζί του πάνω από το
σώμα μου. Διαλύομαι μαζί του και ανεβαίνω νωχελικά μέχρι τα δοκάρια της οροφής.
Ζεσταίνομαι. Η φωτιά έχει ζώσει το σάπιο
κορμί μου. Γέμισε τρύπες. Μεγάλες και στρογγυλές που μπαινοβγαίνει ο βρώμικος
καπνός. Συρρικνώνουμε και γίνομαι ένας κόκκος αιθάλης. Δεν πονώ πλέον. Έχουν φύγει από τη κάμαρα όλα
τα τρωκτικά και από το κορμί μου οι κοριοί και τα σκουλήκια. Δεν μου έμεινε
κανείς. Στην αυλή μου μαζεύτηκε κόσμος. Δεν
κάνει να χάσουν τη στιγμή. Μιλούν χαμηλόφωνα και κουνούν τα κεφάλια. Μπαίνω στο
καμένο μου κορμί και στέκομαι στο παραθύρι. Τους χαιρετώ και φεύγουν τρομαγμένοι, σκυθρωποί. Πάλι μόνος.
Βγαίνω στο κήπο και ουρώ. Διώχνω τη δική τους οσμή. Γίνομαι σπόρος και
βυθίζομαι στη γη.