Μοναξιά
Έσβησε η μέρα κι
η νύκτα
με βρήκε μ’ ένα
μολύβι στο χέρι
μπροστά από κόλλα
κενή
σύντροφος μου,
του τσιγάρου ο καπνός,
κι ένα τασάκι
γεμάτο αποτσίγαρα
δίπλα απ’ το
φλιτζάνι με κρύο καφέ
ο αέρας κουβαλάει
ψιθύρους
που τονίζουν
ακόμα πιο πολύ
τη μαύρη, της
ζωής μου μοναξιά
σφίγγω στη χούφτα
το μολύβι
και πριν
τσακίσει, προλαβαίνω
και γράφω ‘ μου λείπεις’
βγαίνω στο κήπο και δένω
του φεγγαριού
ακτίδα στο λαιμό,
φωνάζω τ’ όνομα
σου και βουτάω στην απουσία σου.