Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Νάσαι καλά...

Με κοίταξες, μου μίλησες και τότε
Η καρδιά χαμογέλασε.
Ψέκασε και το αγέρι με το άρωμα της αγάπης
Τα σχήματα, τα χρώματα λες και βυθίστηκαν
στο καζάνι της ομορφιάς.
Προβάλανε αυθεντικά,
κρύβοντας την αλήθεια.

Δεν βιαζόμουν.. είναι όμορφα να περπατά κανείς
Στο δρόμο του έρωτα και της αλήθειας.
Πόσες και πόσες εικόνες απλότητας δεν εισέπραξα;
απαρατήρητες εικόνες που είχανε τόσα να μου πουν,
να μου θυμίσουν, κι ίσως να μου ξαναδιδάξουν
την απλότητα του αυθεντικού και του ωραίου.
Την ομορφιά της αγάπης και του να γνοιάζεσαι.

Η μέρα ήτανε διάφανη, λες και τη νύχτα ο ουρανός
έστειλε τη βρόχινη σκούπα του και καθάρισε
Ξέπλυνε τα ψέματα και τις ασχήμιες
Κι’ έτσι καθώς πήγαινα, είδα μια ανθισμένη
λεμονιά και κοντοστάθηκα. Ήθελα να πάρω και μια
ανάσα απ’ το καθημερινό μου λαχάνιασμα.
Την αγωνία του έρωτα
Την κοίταξα και... μέθυσα απ’ τη μυρωδιά
της. Απ’ τη μυρωδιά του αυθεντικού.
Ήταν σαν ένα χαστούκι η ομορφιά που με άγγιξε.
Κοίταξα τα κατάλευκα λουλουδάκια της
και σκέφτηκα ότι κάπως έτσι θα
πρέπει να είναι οι σταγόνες αγνότητας. Κι αναρωτήθηκα...

Πέρασες από δίπλα μου τυλιγμένη στα ψεύτικα λόγια σου,
γύρισα να κρατηθώ από τη λεμονιά..

Και κάτω απ’ όλ’ αυτά είδα
κάτι όνειρα σαν στημένες λεμονόκουπες που
καρτερούσαν, όπως και τα σκουπίδια,
τον οδοκαθαριστή, να τα μαζέψει.
Και σκέφτηκα ότι ίσως κάποια μέρα, να μαζέψει και τα
ΣΚΟΡΠΙΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ.

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Ερωτικό

Θα ξεριζώσω το Όνειρο
με δόντια και με νύχια.

Μια σταγόνα αίμα σου, άλικο,
μυρωδιά απ' τον ιδρώτα σου,
και ένα νύχι νεκρής σελήνης
σ' Άγιο δισκοπότηρο θα βάλω.
Θα το σφραγίσω ερμητικά
με ξόρκια μάγισσων τρελών
όσο κρατάει μια φέτα μέρας
και μια ρανίδα νύχτας.

Νέκταρ αμαρτωλών Θεών θα μεταλάβω.

Από τα χείλη σου θα πιω,
έρωτα σκοτεινό και θα παραλογίσω.
Ένα κομμάτι ωδής
στην σάρκινη αποχαλίνωση
στο σώμα σου θα γράψω.

Αλάτι απ’ τον ιδρώτα σου
στα ξεραμένα χείλη μου θ’ απλώσω.
σταλιά - σταλιά, θα πιω,
χυμό απ' το κορμί σου
σταγόνα να μην πέσει στη γη
σπατάλη να μην γίνει.

Θα πάρω αίμα από έκπτωτο Άγγελο
απαλλαγμένο από το ανήθικο.
Θα ορμηνέψω το νεκρό χρησμό, και
ξεραμένες φλέβες θα κάψω
στ’ άνεμου το δρόμο.

Θα γευτώ τη στάχτη που θα μείνει,
και με αφρούς στα χείλη
γονατιστός μπροστά στα
γκρίζα, σκοτεινά, και
πέτρινα λαγόνια σου
θα χύσω αίμα και ψυχή
και στο κενό μαζί σου θα χιμήξω.

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Ο μαύρος χρησμός.


Νύχτωσε νωρίς
μα τα όνειρα έμειναν ψηλά, αλήτες
να γυροφέρνουν σβησμένα φεγγάρια.

Ανθρώπινα μάτια κλειστά, μην τρυπώσουν αλήθειες
κι’ αυτομολήσουν οι πόθοι και τ’ άλικα πάθη.
Μυρίζει ο φόβος στον ιδρώτα τους.
Χωρίς ονείρατα και ξεσπάσματα,
ούτε νερό, ούτε αίμα.

Στα σκασμένα τους χείλη
μόνο η γεύση από το μαύρο γάλα
που ποτίζουν τη γη.

Στο ματωμένο τους στήθος
ένας σβησμένος κεραυνός,
Ο μαύρος χρησμός.


Γιάννος Λαμπής

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Aπόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα "καταραμένο πάθος¨"

Μια παχύρευστη σιωπή είχε απλώσει τα δίχτυα της. Κανένας δεν μιλούσε. Ο Πέτρος και Σοφία καθόντουσαν στη βεράντα και κοίταζαν προς την ανατολή. Ένα άηχο τρίξιμο έκανε τη κορμί τους ν’ ανατριχιάζει. Ένα θαύμα πλαθόταν μπροστά στα μάτια τους. Ο γκρίζος θόλος του ουρανού άρχισε σαν αυγό να ραγίζει, και από μέσα να προβάλει, μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά, μια νέα μέρα. Αναδυόταν μες απ’ το σύθαμπο κουβαλώντας μαζί της την αγέραστη αιωνιότητα της ελπίδας και των ονείρων. Αναδύθηκε αργά και σιωπηλά στο φως και το γρανιτοκόρμι του απέναντι βουνού. Η ακινησία του ανέμου δήλωνε την υποταγή του στον ήλιο που άρχισε να τρέχει μέσα στην άχλη. Χαμογελούσε η γη και κάποιοι λιπόσαρκοι θάμνοι ξύπνησαν κι άρχισαν το κουβεντολόι με τα πετούμενα. Είχαν πολλά να πούνε. Σιωπούσαν μόνο για να αφουγκραστούν το τρίξιμο της γης και το τίναγμα του χώματος από τα κεφαλάκια των αγριολούλουδων που πετάγονταν άτσαλα στο πρώτο ζεστό άγγιγμα του ήλιου.

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Οπτασίες …
Μύριζε σάπια φύλλα και θειάφι η βροχή
Βυθίστηκα μέσα στο υγρό πέπλο των ονείρων μου
Ρούφηξα αχόρταγα το γλυκόπικρο νέκταρ
Καρπός απ’ την σελήνη
Κολύμπησα μέσα στις φωτιές
Ρίγησα καθώς περνούσε πλάι μου
Χωμένος σε αόρατα μάτια
Ξεψύχησα ζητιανεύοντας
Μια σταγόνα μέρας
κι’ ένα νύχι νύχτας.

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

Aπόσπασμα από το μυθιστόρημα 'ΙΟΚΑΣΤΗ'

Σήκωσε το ποτήρι της ψηλά. - Άσπρο πάτο... Στράγγιξε και την τελευταία σταγόνα. Έφερε το άδειο ποτήρι μπροστά στα μάτια της. Το κοίταξε και βίδωσε τα πόδια στο πάτωμα . Στάθηκε. Προς στιγμή πήγε να πέσει. Ορθοπόδησε το κορμί, κύλησε η θλίψη και η ντροπή και άφησαν γυμνή την καρδιά της. Το αίμα έτρεχε, έδιωχνε τους ενδοιασμούς και τις αναστολές. - Είμαι η Ιοκάστη, από το Σάντο Ντομένικο και είμαι...τι είμαι; Μια πόρνη… Η φωνή της ακούστηκε σπασμένη. Τσαλακωμένη. Σε κάθε τσάκιση και ένας πόνος. Σε κάθε κόχη και μια πίκρα. Οι λέξεις βαμμένες, στο κόκκινο. Στο κόκκινο χρώμα της ντροπής και της απόγνωσης. - Αυτή είμαι και αυτό προσφέρω... δεν θυμάσαι πού με γνώρισες; ...Σε χρειάζομαι, όμως....φύγε, φύγε μακριά μου, πριν σε πονέσω... Λύγισε το κορμί. Λύγισε το κορμί και πόνεσε η ψυχή. Έσκουξε και έφυγε από τα στήθη της. Άδειασε καρδιά και κορμί. Βυθίστηκε. Έπιασε πάτο. Γαντζώθηκε στα βράχια και μπλέχτηκε στα φύκια. Ω! Τι γλυκά που φέγγει, το σκοτάδι... Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Μια σπίθα ελπίδας και αισιοδοξίας άστραψε, για λίγο. Είχαν ο ένας τον άλλο. Και οι δυο μαζί μπορούσαν να ζωντανέψουν, αυτή την ανθρώπινη σπίθα που έλαμψε μέσα στη θλίψη και τη μηδενικότητα τους; ***** Δυο ψυχές. Πώς έγιναν ένα; Μηδενίστηκαν, έλειωσαν και έσμιξαν. Κατέβηκαν στην αμμουδιά. Η θάλασσα ακίνητη και αρυτίδωτη. Το φεγγάρι, γεμάτο. Το φως, τύλιξε τα δυο νωθρά και μουδιασμένα μυαλά και τα εξανέμισε. Στάθηκαν να κοιτά ο ένας τον άλλο στα μάτια. Κολλημένα τα δυο κορμιά, έμοιαζαν ένα. Τρόμαξαν οι καρδιές. Φούντωσαν. Παλίρροια φούσκωνε τα στήθια τους. Σαν νυκτερίδες τρομαγμένες από κάποιο δυνατό φως, τσίριξαν οι καρδιές. Άδειασαν και μπήκαν μέσα οι ψυχές... αεράκι ακίνητο, μια θύελλα τους τύλιξε. Γέμισε ο αέρας διαβόλους. Μια σύγκρουση. Μια μάχη πάθους, συναισθημάτων και αγάπης μεταξύ δυο διαφορετικών κόσμων... Έσμιξαν το πένθος και ο πόνος, με τον πόθο και την επιθυμία. Ζυμώθηκαν με το κρασί. Το μαύρο με το κόκκινο. Κινούμενη άμμος τα συναισθήματα τους. Βούλιαζαν μέσα. Γλυκιά παράδοση, εγκατάλειψη. Ζεστάθηκαν τα νεφρά της Ιοκάστης. Αφέθηκε. Ένα ζεστό, υγρό κύμα τους έβρεξε και τους δύο. Οι ψυχές τους μαζεύτηκαν. Έγιναν ένα κουβάρι και κατέβηκαν πιο κάτω από τη μέση. Έκαιγαν... Κύλησαν πιο κάτω από το τίποτα. Εξευτελίστηκαν, λερώθηκαν και μηδενίστηκαν. Ταπεινώθηκαν. Αλλοτριώθηκαν. Δεν τους άγγιζαν πλέον ενοχές και αναστολές. Αποτραβήχτηκε η Ιοκάστη. Με μια κίνηση, έμεινε γυμνή, - Έλα...έλα, του φώναξε, και άρχισε να τρέχει σαν αύρα στην αμμουδιά. Οι γοφοί της γυάλιζαν καθώς έσφιγγαν και ιδροκοπούσαν. Τα στήθη της, δυο λόφοι και λίγο πάρα κάτω ο τόπος της σταύρωσης. Ανέμενε και εκλιπαρούσε για τον δικό της σταυρό, να την λυτρώσει... Ο Σταυρινός, υπάκουσε. Έμεινε γυμνός. Σταυρός φάνταζε η γύμνια του, στο αντιφέγγισμα του ουρανού. Το ζώο ξύπνησε μέσα του. Σαν κριάρι που βρωμοκοπά αρσενικό, στο ζευγάρωμα, έτσι μύριζε ο ιδρώτας που τον έλουσε. Άρχισε να τρέχει. Να τρέχει για να την προφτάσει, μην τυχόν και σβήσει σαν όνειρο... Τα δυο κορμιά κυλίστηκαν στην υγρή άμμο. Τα γκρίζα, πέτρινα λαγόνια της λαμπύριζαν. Σαν άλογο χλιμίντριζε ο Σταυρινός. Αφρός έτρεχε από τα ρουθούνια του. Με ένα σάλτο και θα βυθιζόταν στο κενό, μαζί της... - Έλα...έλα, του είπε. Έσκυψε ο Σταυρινός και είδε, μύρισε και άγγιξε. Ο ιδρώτας της, η ανάσα της, η μυρωδιά του κορμιού της, τον τύλιξαν. Τον τύλιξαν και ζαλίστηκε. Μέθυσε και βάλθηκε να αναπνέει και να γεύεται όσο περισσότερο μπορούσε. Η ψυχή του αγαλλίασε. Δεν χόρταινε. Αφέθηκε η Ιοκάστη. Ίδρωσε και ύγρανε το κορμί της όσο περισσότερο μπορούσε. Ήθελε να τον χορτάσει και να του δώσει από το νέκταρ της να πιει, να ξεδιψάσει, για να μπορέσει και αυτή να πάρει περισσότερο... Κυμάτισε το κορμί της. Σπαρτάρισε και ρίγησε. Ανατρίχιασε η ψυχή της, τον πήρε από τους ώμους. Τον κοίταξε στα μάτια. Τον μύρισε και γεύτηκε τον ιδρώτα του. Άνοιξαν οι κήποι του παραδείσου... - Τώρα...Σταύρωσέ με. Λύτρωσέ με...σημάδεψέ με, με το άγγιγμα του πεπρωμένου... Φώναζε δυνατά και εκλιπαρούσε, η Ιοκάστη. Άνοιξαν οι ουρανοί. Το φεγγάρι κοκκίνισε. Χιλιάδες Άγγελοι παιάνιζαν. Τι γλυκιά μελωδία! Οι δυο ψυχές έγιναν μία! Έγιναν φωτιά. Μια φωτιά, που έκαιγε τα δυο κορμιά. Τα έκαιγε θυσία, ζητώντας λύτρωση και σωτηρία....σαν τόξα τεντωμένα κύρτωσαν τα δυο κορμιά...καμπάνες ακούστηκαν και ένα δάκρυ κύλησε. Έπλυνε τις δυο ψυχές. Καθάρισαν και λαμπύριζαν μέσα στα βρωμισμένα κορμιά, σαν αστέρια σε καθάριο ουρανό.

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Απόσπασμα απ΄το μυθιστόρημα 'Ψάξε μέσα στη σιωπή μου"

Χάθηκε για λίγο στις ζεστές ερημιές της καρδιάς, της σκέψης και της ψυχής της. Κοίταξε τα παιδιά με μια ματιά γεμάτη αγάπη. Έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε, «κάνε Θεέ μου να μπορέσουν απόψε όλα τα παιδιά να ονειρευτούν και να κάνουν στο όνειρο τους ένα ταξίδι. Γιατί το νοερό ταξίδι είναι το πιο ωραίο, το πιο όμορφο. Πρέπει να το κάνουν, γιατί αν δεν το βρουν και αν δεν υπάρχει μέσα τους το ταξίδι, δεν θα το βρουν ποτέ έξω στην πραγματικότητα ». Αποκοιμήθηκε τελευταία. Μια σιωπηλή και ασήμαντη σκιά άρχισε να σαλεύει στο κουρασμένο μυαλό της. Σαν πέταγμα πεταλούδας... « Ήταν σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι. Ένοιωθε αλλόκοτα. Παράξενα. Δεν μπορούσε να σταθεί στα δυο της πόδια. Ακούμπησε τα χέρια κάτω. Αμέσως τα ρούχα της έγιναν δέρμα. Κόλλησαν πάνω της σαν επιδερμίδα στενεύοντας την. Κοίταξε μέσα σε μια λακκούβα από νερό. Καθρεπτίστηκε. Τρόμαξε μ’ αυτό που είδε. Είχε χρώμα κρεμ και μεγάλες τρίχες. Εκεί που πρώτα ήταν η καρδιά και τα νεφρά φάνηκαν μικρές κόκκινες κηλίδες που μεγάλωναν με πολύ γρήγορο ρυθμό. Ήταν μια κατσίκα με κόκκινες βούλες! Ξαφνικά πετάχτηκαν από το χορτάρι χιλιάδες, μύρια τσιμπούρια και γέμισαν το κορμί της. Άρχισαν να της βυζαίνουν το γάλα, μετά το αίμα. Όσον τη βύζαιναν, λέπταινε. Εξαφανιζόταν η σάρκα, μετά τα κόκαλα. Της απόμεινε μόνο το δέρμα. Και τα τσιμπούρια όλο βύζαιναν. Λέπτυνε ακόμα περισσότερο. Εξαφανίστηκε η πρώτη βούλα. Μετά η δεύτερη, μετά ακόμα μία και έμεινε μόνο δέρμα που έμπαζε κρύο αέρα από τις τρύπες που άνοιξαν στη θέση των κόκκινων στρογγυλών σημαδιών. Γύρω της, χιλιάδες άνθρωποι χωρίς πρόσωπα, ντυμένοι στα λευκά, παρακολουθούσαν γελώντας δυνατά από το θέαμα που έβλεπαν. Κάποιος ανάμεσα τους, φώναζε σπαραχτικά και κτυπούσε δυνατά τα χέρια του για να τρομάξει τα τσιμπούρια. Φώναζε και εκλιπαρούσε το πλήθος να κτυπήσει μαζί του ρυθμικά τα χέρια του, για να τα τρομάξουν. Αυτοί όχι μόνον δεν άκουαν, αλλά προσπαθούσαν να τον φιμώσουν και να του δέσουν τα χέρια, μην τυχόν και τους χαλάσει το θέαμα. Η φωνή του γνώριμη. Φερμένη καβάλα σε κάποια ριπή του ανέμου. Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Προσπαθούσε. Η αγωνία και ο τρόμος όμως έδιωχναν μακρυά τις μνήμες. Οι κραυγές του την έκαναν να ξυπνήσει και να ανοίξει τα μάτια». Κοίταξε τριγύρω. Ο ήλιος είχε πάρει το ανηφόρι και αγκομαχώντας βρισκόταν ήδη στη μέση του ουρανού. Γλιστρούσε μέσα στην κάμαρα που βρωμοκοπούσε ανθρώπινο ιδρώτα και χνώτα, και έκανε τους πέτρινους τοίχους να γεμίζουν σκιές. Ήταν μια κάμαρα που είχε μέσα της πολύ πένθος και πολλούς θανάτους από κορμιά που το μόνο κοινό που είχαν, ήταν το μονοπάτι που βάδιζαν. Δεν είχαν τίποτε να μοιραστούν παρά μόνο ο καθένας, έδινε χώρο στον άλλο.