Κυριακή 31 Αυγούστου 2014


Απουσίες (3)

 

Κι αυτή η νύχτα ξέρει πως να με πονά, και δεν μ’ αφήνει να κλείσω μάτι,

κουβαλά μαζί της την απουσία σου, και μου κτυπά τη πόρτα με το δικό σου

το βελούδινο χέρι, ανοίγω μα δεν είναι κανείς, ουρλιάζω,

ακόμα ένα παιγνίδι του σαλεμένου μου μυαλού,

δεν το αντέχω άλλο αυτό το βασανιστήριο κι αυτή τη μυρωδιά σου

που κυκλοφορεί υγρή τις νύχτες στη κάμαρα μου

βάφοντας τους τοίχους με τ’ όνομα σου σε χρώμα

κόκκινο βυθισμένων φύλλων του φθινοπώρου

ούτε αυτό το θόρυβο από τα βλέφαρα σου που δεν λέει να σωπάσει

και τόσο μοιάζει με το θρόισμα των τρεμάμενων χεριών μου την ώρα

που ταξίδευαν στις γόνιμες κοιλάδες του κορμιού σου

δεν τις μπορώ άλλο αυτές τις κραυγές μας, μοιάζουν

σαν τρομαγμένου γλάρου φωνές που ορμούν στη κάμαρα μου

και κρύβονται στις σκιές των δοκαριών
 

Μαζεύομαι στην άκρη ενός σιντριβανιού καταμεσής σου,

φτερούγες πύρινες ξεπηδούν, θέλουν να με καταπιούν

αχ! πόσο μοιάζουν με τετράφυλλο λουλούδι από σάρκα,, 

κι αυτό το φλιτζάνι που άγγιξαν τα δυο σου χείλη, τ’ ακουμπώ ευλαβικά

στ’ αυτιά μου, κι ακούω όλα όσα δεν μου είπανε ποτέ
 

Κι αυτή η νύχτα ξέρει πως να με πονά, με παίρνει απ’ το χέρι

και με κουβαλά πάντα μαζί της σε κακόφημα μέρη και οίκους ανοχής

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014


Απουσία (2)

 

Πως ποθώ απόψε να περάσει γρήγορα το βράδυ

δεν αντέχω ν’ ακούω τους θλιβερούς μονόλογους των νεκρών μου,

κι αυτός ο σκοτεινός κι έρημος διάδρομος της μοναξιάς

πως μου φαίνεται τόσο μακρύς και ατελείωτος,

κοιτώ αυτές τις γκρίζες σκιές που απλώθηκαν στο πάτωμα

και τρομάζω, σαν τεράστια χέρια μοιάζουν, που απειλητικά

ξεφυσούν από απύθμενα και στεγνά πηγάδια και με φωνάζουν
 

Το ξέρω, σαν ξημερώσει κανείς δεν πρόκειται να ψάξει να με βρει,

οι άνθρωποι από καιρό με αποφεύγουν, αφού δεν αντέχουν

τη μυρωδιά της νεκρής μου ψυχής, μόνο κάτι ψωριασμένα βρώμικα

σκυλιά που θα γαβγίζουν θα με μαρτυράνε γρατζουνώντας τη πόρτα μου
 

Αγάπη μου, πως ποθώ απόψε να ακούσω για τελευταία φορά τη φωνή σου,

να ντύσω με τη βραχνάδα της την απουσία σου και να τη κάνω προσκέφαλο μου

πριν στον Αχέροντα ξαπλώσω και σε μήτρα σκοτεινή με οδηγήσει

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014


Ο νεκρός

 

Κάθε σούρουπο κοιτάζω απ’ το παράθυρο στ’ απέναντι σπίτι

τη γυναίκα να σταυροκοπιέται και να σκεπάζει με ευλαβικά  εικόνες της Παναγίας,

τη βλέπω ν’ απλώνει τα χέρια και να καρφώνει ένα φεγγάρι χειμωνιάτικο

στο διάφανο πέτο τ’ ουρανού, κι ας είναι καταμεσής τ’ Αυγούστου,

φωτιά που καίγεται κι αλλάζει σχήματα το κορμί της, καθώς

ετοιμάζεται αργά με στοιχειωμένες κινήσεις αναρωτιέμαι,

ποιας ανάγκης ανέμους άραγε αγκαλιάζει κ’ ερωτεύεται;

η μεταμόρφωση αέναη και πληθαίνουν οι ρυτίδες του σάπιου της τοίχου

ο αέρας βαρύς, μυρίζει, κάποιος ανάμεσα μας είναι νεκρός, φωνάζει,

τώρα που βραδιάζει θα  βρούμε στ’ αλήθεια ποιός είναι.

 

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014


Συναπάντημα

 

Είναι αλήθεια ότι ποτέ σου δεν μ’ αγάπησες πραγματικά

και τώρα δακρύζεις ακούγοντας  ένα δελτίο μεταθανάτιων ειδήσεων,

ίσως δεν γνώριζες ότι η διαδρομή που έκανες ήταν κυκλική,

όσο μακριά και να πήγαινες, κάποτε μοιραία θα σ΄ έφερνε κοντά στους όμοιους σου

και μετά από μια χαμένη πορεία να ψάχνεις να συναντήσεις το παλιό σου εαυτό,

κατακτητής, διψασμένος για κορμιά που δεν έμελλε να αγαπήσεις ποτέ

κι όταν έκανες  έρωτα νόμιζες ότι πραγμάτωνες μια φυγή, μιαν όμορφη απόδραση

λες ότι, δεν εκμεταλλεύτηκες και δεν καταχράστηκες αλλά συντρόφευες

σ ένα κυνήγι νέων συναισθημάτων διαρκείας

τώρα στέκεσαι όμως εδώ, απέναντι μου και με κοιτάς

λες πονάς, ναι σίγουρα πονάς, γιατί η ιστορία των νικημένων

γράφεται πάντα με αίμα και απώλειες, κι εσύ που δεν φοβόσουν κανένα

και όλους τους νικούσες, τώρα σιωπάς στα κτυπήματα των αναμνήσεων

φωνάζοντας ότι τα όνειρα,  ψέματα είναι τελικά,

και αυτή η λήθη, αυτή η λέξη που μου τσαμπουνάς συνέχεια στ’ αυτιά,

αυτή η λήθη και η συμφιλίωση με το δήμιο του αύριο, δεν είναι δυνατή,

γιατί αυτή είναι η αόρατη πλευρά της πραγματικότητας που πονά

είναι μια φωνή που ακόμα δεν είπε τη τελευταία της λέξη,

εσύ κι εγώ τώρα επιτέλους συναντιόμαστε στ’ αλήθεια

συνδαιτυμόνες που μοιραζόμαστε την ήττα αλλά δεν επιδεικνύουμε τις ουλές μας

γιατί οι πιο βαθιές δεν είναι ορατές

θέλεις τώρα να σ αγκαλιάσω σφιχτά, να σου κτυπήσω τρυφερά τη πλάτη και να σου πω, γεια, και να
 
προσέχεις, θα το κάνω, αλλά ίσως και να μην χρειαστεί να στο πω, θα το νοιώσεις από τη δύναμη της
 
 αγκαλιάς

όμως μην θλίβεσαι, γιατί αυτό σου το ταξίδι σου πρόσφερε πολλά

σου αφαίρεσε και  σου ακύρωσε τη ταυτότητα και σε μεταβίβασε στη διαφορετικότητα, έτοιμος
 
είσαι πλέον να αποδεχτείς το ανείπωτο,

και σε φίλεψε με μια συνείδηση που φουρτουνιάζει και δεν βολεύεται

και ξέρεις πλέον καλά, πως η ζωή περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα,

τον πόθο για γυναικεία κορμιά, για την αλήθεια, την δικαιοσύνη και την αποδοχή.

Οι φίλοι μου

 

Οι δικοί μου οι φίλοι έχουν τη μεζούρα της αλήθειας στη καρδιά

και φοράνε ένα μαύρο κυκλάμινο στ’ αμίλητα τους χείλη,

έχουν σημαδεμένα κορμιά από τις μηχανές παραγωγής

και δίνουν όρκους του μεσημεριού πίσω από τις θημωνιές

 

Με φλογισμένες ανάσες κάνουν έρωτα γελώντας δυνατά

και τρώνε σε εστιατόρια με βρώμικα αποχωρητήρια και λιγδιασμένα τραπέζια

γεμάτα με ξεκούμπωτα θηλυκά και γυμνά αντρίκεια στήθη

και το βράδυ στο φως του λυχναριού, πίσω απ’ τις μισάνοιχτες γρίλιες

ψάχνουν σιωπηλά στο ευρετήριο απωλειών

 

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014


Αφέλεια...

 

Πόσο αφελής ήμουν τελικά, νόμιζα πως μπορούσα να σε κατακτήσω,

να διεισδύσω μέσα σου χωρίς απώλειες, χωρίς να γενώ αιχμάλωτος σου,

νόμιζα πως σαν χαρταετός θα έσχιζα τον ουρανό σου

ελεύθερος θ’ αλήτευα κι ύστερα μακριά σου θα πετούσα

δεν μπόρεσα να δω όμως πως πίσω μου ένα σπάγγο αμολούσα
 

Κι αυτοί οι ερωτικοί μας στεναγμοί, οι ηδονικές φωνές μας,

και τα αγαπημένα μας βρώμικα λόγια που ψιθυρίζαμε γελώντας,

πίστευα πως θα ξεχαστούν και σαν ηχώ θα σβήσουν,

να όμως που πάλι γελάστηκα και τελικά κατέληξαν να είναι

σημάδια ανεξίτηλα  στης κάμαρας το τοίχο
 

Κι όλα εκείνα τα ατελείωτα ζευγαρώματα και οι δυνατές αγκαλιές μας

δεν τ’  αντιλήφθηκα πως ήταν μια νέα αρχή  κάθε φορά που τελειώναμε,

και μια νέα ένωση εκεί που διαμελίζαμε τα κορμιά μας

κι εκείνο το βλέμμα σου καθώς δραπέτευε από τα  μάτια  σου,

τα σβησμένα από της ηδονής τη γλύκα, μ ένα μικρό θάνατο

χαμογελώντας με κερνούσε

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Ναυαγός


Μεσοπέλαγα ερημικό νησί είναι το κορμί σου, άλλο εγώ δεν θέλω, γι’ αυτό ναυάγησα και σύρθηκα στις άγριες ακτές σου Και τώρα να’ μαι ξαπλωμένος στην πυρωμένη άμμο σου να επαιτώ λίγο νερό, στάλας δροσιά να πιω απ’ τα φιλιά σου και χωρίς καμιά ντροπή να σου προσφέρω την αγάπη μου ντυμένη μ’ εκείνες τις λέξεις τις βρώμικες που συνοδεύουν το πιο λαμπρό μυστήριο της σάρκας που καίγεται από λαχτάρα κι ύστερα να σ’ ορκιστώ πως θα υπηρετώ τα μάτια σου θα σκαρφαλώνω στους λόφους του κορμιού σου και με τα χείλη μου θα σβήνω τον πόθο των χειλιών σου