Απουσία (2)
Πως ποθώ απόψε να περάσει γρήγορα το βράδυ
δεν αντέχω ν’ ακούω τους θλιβερούς μονόλογους των νεκρών
μου,
κι αυτός ο σκοτεινός κι έρημος διάδρομος της μοναξιάς
πως μου φαίνεται τόσο μακρύς και ατελείωτος,
κοιτώ αυτές τις γκρίζες σκιές που απλώθηκαν στο πάτωμα
και τρομάζω, σαν τεράστια χέρια μοιάζουν, που απειλητικά
ξεφυσούν από απύθμενα και στεγνά πηγάδια και με φωνάζουν
Το ξέρω, σαν ξημερώσει κανείς δεν πρόκειται να ψάξει να με
βρει,
οι άνθρωποι από καιρό με αποφεύγουν, αφού δεν αντέχουν
τη μυρωδιά της νεκρής μου ψυχής, μόνο κάτι ψωριασμένα βρώμικα
σκυλιά που θα γαβγίζουν θα με μαρτυράνε γρατζουνώντας τη
πόρτα μου
Αγάπη μου, πως ποθώ απόψε να ακούσω για τελευταία φορά τη
φωνή σου,
να ντύσω με τη βραχνάδα της την απουσία σου και να τη κάνω
προσκέφαλο μου
πριν στον Αχέροντα ξαπλώσω και σε μήτρα σκοτεινή με οδηγήσει