Ο νεκρός
Κάθε σούρουπο κοιτάζω απ’ το παράθυρο στ’ απέναντι σπίτι
τη γυναίκα να σταυροκοπιέται και να σκεπάζει με ευλαβικά εικόνες της Παναγίας,
τη βλέπω ν’ απλώνει τα χέρια και να καρφώνει ένα φεγγάρι
χειμωνιάτικο
στο διάφανο πέτο τ’ ουρανού, κι ας είναι καταμεσής τ’
Αυγούστου,
φωτιά που καίγεται κι αλλάζει σχήματα το κορμί της, καθώς
ετοιμάζεται αργά με στοιχειωμένες κινήσεις αναρωτιέμαι,
ποιας ανάγκης ανέμους άραγε αγκαλιάζει κ’ ερωτεύεται;
η μεταμόρφωση αέναη και πληθαίνουν οι ρυτίδες του σάπιου της
τοίχου
ο αέρας βαρύς, μυρίζει, κάποιος ανάμεσα μας είναι νεκρός,
φωνάζει,
τώρα που βραδιάζει θα βρούμε στ’ αλήθεια ποιός είναι.