Απουσίες (3)
Κι αυτή η νύχτα ξέρει πως να με πονά, και δεν μ’ αφήνει να
κλείσω μάτι,
κουβαλά μαζί της την απουσία σου, και μου κτυπά τη πόρτα με
το δικό σου
το βελούδινο χέρι, ανοίγω μα δεν είναι κανείς, ουρλιάζω,
ακόμα ένα παιγνίδι του σαλεμένου μου μυαλού,
δεν το αντέχω άλλο αυτό το βασανιστήριο κι αυτή τη μυρωδιά
σου
που κυκλοφορεί υγρή τις νύχτες στη κάμαρα μου
βάφοντας τους τοίχους με τ’ όνομα σου σε χρώμα
κόκκινο βυθισμένων φύλλων του φθινοπώρου
ούτε αυτό το θόρυβο από τα βλέφαρα σου που δεν λέει να σωπάσει
και τόσο μοιάζει με το θρόισμα των τρεμάμενων χεριών μου την
ώρα
που ταξίδευαν στις γόνιμες κοιλάδες του κορμιού σου
δεν τις μπορώ άλλο αυτές τις κραυγές μας, μοιάζουν
σαν τρομαγμένου γλάρου φωνές που ορμούν στη κάμαρα μου
και κρύβονται στις σκιές των δοκαριών
Μαζεύομαι στην άκρη ενός σιντριβανιού καταμεσής σου,
φτερούγες πύρινες ξεπηδούν, θέλουν να με καταπιούν
αχ! πόσο μοιάζουν με τετράφυλλο λουλούδι από σάρκα,,
κι αυτό το φλιτζάνι που άγγιξαν τα δυο σου χείλη, τ’ ακουμπώ
ευλαβικά
στ’ αυτιά μου, κι ακούω όλα όσα δεν μου είπανε ποτέ
Κι αυτή η νύχτα ξέρει πως να με πονά, με παίρνει απ’ το χέρι
και με κουβαλά πάντα μαζί της σε κακόφημα μέρη και οίκους
ανοχής