Ίσως
Βαθιά μεσάνυχτα, δεν σταματά να δουλεύει ασταμάτητα το
ακοίμητο σαράκι,
κοιτώ μέσα από μια
χαραμάδα που από καιρό είχα ανοίξει
με τα νύχια μου, την ώρα που έσκαβα τις απουσίες που μ είχαν
κυκλώσει
Ρίχνω στα σκυλιά σου μαργαρίτες και φεύγω ξανά,
κρύβομαι στην κοκκινόχρωμη ομίχλη της μοναξιάς μου
και τρέφομαι με τις σάρκες μου καθώς μεστώνω στο σκοτάδι
Πλάθω ποιήματα, γράφω γράμματα που ποτέ δεν θα σου στείλω,
τα αφήνω να μουλιάσουν μέσα στη θλίψη μου
και σαν επιδέσμους τα αποθέτω στις πληγές μου
Ντροπιασμένος, που δεν βρήκα το κουράγιο ούτε ένα νεύμα να
σου
κάνω την ώρα που δήθεν τυχαία συναντηθήκανε τα βλέμματα μας,
ίσως δεν ήμουν έτοιμος να γεννηθώ στο φως των ματιών σου.