Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Νύχτα Χριστουγέννων

Ένα παιδί με επισκέφτηκε απόψε
είχε πρόσωπο αλλόκοτο και συνέχεια άλλαζε,
δεν ξέρω στ’ αλήθεια,
αλλά είμαι σίγουρος πως ήταν το παιδί που ήμουν κάποτε.
Με πήρε από το χέρι και περπατήσαμε, αμίλητοι,
τα βήματά μας ηχούσαν παράξενα, σαν ποτάμι π’ αργοκυλά
δεν κοιταχτήκαμε αλλά ατενίζαμε ψηλά τον ουρανό,
άρχισε να μετρά τ’ αστέρια δυνατά
κάθε αστέρι γινόταν βροχή
κάθε σταγόνα κι ένα δάκρυ πικρό,
δάκρυ των ορφανών,
δάκρυ των γυμνών,
δάκρυ των πεινασμένων,
δάκρυ των κυνηγημένων
δάκρυ των πονεμένων
κι ύστερα τα δάκρια έσμιξαν, γένηκαν ποτάμι
που μέσα του κυλούσε αίμα,
ήταν το αίμα των φυλακισμένων  και των σκλάβων,
και ηχοβολούσε σαν το γέλιο των παιδιών,
κι ύστερα  κρεμάστηκε σαν  ένας ροδοκόκκινος μαστός
που πάνω του κρεμαστήκαν νεογέννητα παιδιά
λευκά, κίτρινα, μαύρα, κι αμέσως γίνηκε
ένα αστέρι λαμπερό  που γεννοβολούσε φως
ζεστό, δυνατό και λαμπερό που φώτισε στο πρόσωπο του παιδιού

το μέλλον,  την ελπίδα και την υπόσχεση για την καινούρια ζωή.

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Μ.Τ.
Ατελείωτη απόψε η νύχτα και τα ρολόγια σταματημένα,
Ανάμεσα στο κλάμα ενός γκιώνη, μια αιωνιότητα σιωπής,
Αγκαλιάζω το κενό, και τρέχω πίσω απ΄ τις σκιές
Φωνάζω τ’ όνομα σου, μ’ αγγίζει μόνο η κρύα ηχώ
Κι ύστερα, ένα απέραντο κενό,
Μόνο της καρδιάς ο σπαραγμός
Και το δάκρυ που σταλάζει
Στον έρημο δρόμο ακούγονται,
 Αχ! Πόσο μοιάζουν με  του ερέβους την ανάσα
Που μυρίζει άλικο αίμα και σάρκα νεκρών

Ατελείωτη απόψε η νύχτα και τα ρολόγια σταματημένα,
Και κάτω από το χλωμό, χτηκιάρικο φως του φανοστάτη
Γίνεται προσκλητήριο απολεσθεισών ψυχών
Εκεί απόψε δηλώνω παρών
Κι όταν φωνάζουν τ’ όνομα σου
Φωνάζω απούσα, έχει φύγει, μην την ψάχνετε,

Δεν της πρέπουν τα σκοτάδια, μόνο ο γαλάζιος ουρανός.

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Τ' αστέρι των Χριστουγέννων

Αυτός ο Δεκέμβρης έχει μια γκρίζα θλίψη,
γιομάτος  καραβάνια  χωρισμού
που οδηγούνε σε τάφους υγρούς
και σε άγνωστα μέρη .
Αμέτρητα μάτια, σβήνουν και χάνονται
καθώς κοιτάνε απ’ τ‘ άστρα το φωτεινότερο,
κι όλο κοιτούν και περιμένουν κάτι να τους πει,
όμως αυτό τ’ αστέρι  όλο σωπαίνει
δεν μιλά, τίποτα δεν  λέει ,
κι όλο γράφει , όμοια με τη γραφή της βροχής, στον ουρανό,
κανείς δεν καταλαβαίνει , κανείς δεν ξέρει τι θέλει να πει,
μάταια καρτερούν, και μετά κοιμούνται αιώνια
ξεχασμένοι νεκροί  στα κοιμητήρια.
Δυο χιλιάδες χρόνια πέρασαν
που έλαμψε για πρώτη φορά
και κανείς δεν κατάλαβε ακόμα πώς,

‘Αγάπη’,  ήθελε να πει

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Τι κρίμα

Νύχτα λουσμένη στο φως,
πνιγμένοι  στους σπασμούς του έρωτα
και το δοξάρι μου έγραφε μελωδίες
στο κορμί σου που ήταν σαν βιολί χορδισμένο.
Με κοίταξες κι ένα σου δάκρυ κύλησε,
στάλαξε στο στόμα μου, φαρμάκι πικρό,
ποτέ μου δεν κατάλαβα πως  τόσο καθάρια μάτια
έσταξαν θάνατο αργό,
κι ύστερα τα χείλη σου πως μάτωσαν,
καθώς μου ‘πες
τι κρίμα, δεν θα ‘μαστε ποτέ αληθινά μαζί

αφού ανήκουμε αλλού κι οι δυο

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

My child,
Perhaps because I wasn’t worthy of being called ‘human’
I was looking at you unconcerned, within my convenience
Maybe because I was afraid of losing my tranquility
My child, for all these, I apologize
I was watching you with cold-blooded ignorance
Running towards nowhere like a fugitive
‘Hope’ being your only coat and shelter
Becoming old before you were even born
Breaking like a wave on an unfriendly beach
My child, for all these, I am asking for your forgiveness
Now, I am staring at your two eyes, which are worn out by saltiness
I am blaming the sea for becoming the cause of your death
I am leaning to kiss you without any shame
Your pale forehead where stars are shining
And instead of telling you fairytales, I, your mother
Gods and Angels are singing lullabies to you

My child, for all these, I am asking for your forgiveness

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Είναι οι καιροί όπου τα παιδιά γίνονται μεγάλοι
από τη μια στιγμή στην άλλη,
τ’ αγόρια ξυρίζονται πριν ακόμα βγάλουν γένια
και τα κορίτσια  μαυροντυμένα
νανουρίζουν τα μικρά αδέλφια τους
κι είναι ολόιδιες σαν πολυχρονισμένες μάνες

Αμίλητα στην άκρη του βράχου
κοιτάζουν τα καράβια
να φεύγουν σφυρίζοντας χωρίς αυτά,
και τ’ αποχαιρετάνε ξέροντας
πως δεν θα ‘ρθουν πίσω ξανά

Υγραίνονται τα μάτια  τους
κι αγκαλιασμένα ατενίζουν  την απεραντοσύνη
της θάλασσας, κι ορκίζονται ψιθυριστά,
« κι ας μας κρατάνε φυλακισμένους πελώρια τείχη,
εμείς θα τα γκρεμίσουμε
με το δυνατό σφίξιμο των παλαμών μας
και με το τραγούδι μας, αδελφέ,
αντάμα θα παλέψουμε τ’ άδικο,
μάρτυρας μας να ‘ναι οι στίχοι

που γράφουνε τα κύματα κι είναι αληθινοί »