Πρωινή οπτασία
Τι όμορφα που έδεσε στην αμμουδιά το νοτισμένο
πρωινό,
κι αυτή
η Μυρωδιά από αλμυρίκια κι οι κραυγές από τους γλάρους,
σαν τραγούδι ξεδιπλώνονταν καθώς ο ήλιος
πλενόταν στη θάλασσα,
σαν αγάπη χαμένη, σαν χάδι ξεθωριασμένο,
και να η μορφή σου! Μέσα στο σύθαμπο να
αναδύεται από τα κύματα,
βήματα δεν ακούστηκαν, ο αέρας ακίνητος,
σιωπή,
κανένα χρώμα δεν είχε πλέον όνομα, και κανένας
γνώριμος ήχος,
ήταν σαν να μην είχα ζήσει ποτέ μου, σαν να
μην είχα νοιώσει ποτέ
τη γεύση του καλοκαιριού και του κόκκινου
κρασιού τη ζάλη
μια στιγμή απέραντη, ποτέ πριν δεν είχε
υπάρξει,
και ποτέ μετά δεν θα υπάρξει ξανά
σε κάθε βήμα σου φύτρωναν κρίνα στην άμμο
και σε κάθε ανάσα σου άνθιζαν, κι έσκυβα να τα
μυρίσω
δεν τόλμησα πολλά να σου ζητήσω, παρά μόνο,
δώσε μου μια ανάσα σου παντοτινά να ζήσω
να έχω τη δύναμη ολοκληρωτικά να σ’ αγαπήσω.