15 Ιουλίου 1974
Τι κι αν ήτανε
Ιούλης, εκείνο το πρωινό έριχνε μαύρη
βροχή
και τα ρολόγια
έδειχναν ώρες σκοτεινές, άγνωστες, ώρες
απελπισιάς,
κι οι δείχτες στο πέρασμα τους αφήναν πίσω τους
τον θρήνο των μανάδων,
των χήρων και των αδελφών,
Η ζωή άλλαξε
μεμιάς, δεν θα ήταν ίδια ποτέ,
κάποιος έμπαινε
για δυο λεπτά στον αστυνομικό σταθμό και εξαφανιζόταν,
κάποιου του
κτυπούσαν τη πόρτα του σπιτιού και δεν
ξανάβγαινε ποτέ,
κάποιοι
κυκλοφορούσαν κουρελιασμένοι από τα μαρτύρια και τα ηλεκτροσόκ
και κάποιοι πήγαν
μια βόλτα με φίλους και δεν επέστρεψαν ποτέ,
τους βρήκανε μετά
τ’ αδέσποτα σκυλιά σε τάφους θαμμένους ομαδικά
να κρατάνε σφιχτά
από το χέρι φίλους και με σβησμένα χαμόγελα συντροφικά,
εκείνο το πρωινό
έριχνε μαύρη βροχή και ήταν σαν να μην τραγουδήθηκε
ποτέ στη χώρα, το
‘χαίρε, ώ χαίρε λευτεριά’