Κυριακή 31 Αυγούστου 2014


Απουσίες (3)

 

Κι αυτή η νύχτα ξέρει πως να με πονά, και δεν μ’ αφήνει να κλείσω μάτι,

κουβαλά μαζί της την απουσία σου, και μου κτυπά τη πόρτα με το δικό σου

το βελούδινο χέρι, ανοίγω μα δεν είναι κανείς, ουρλιάζω,

ακόμα ένα παιγνίδι του σαλεμένου μου μυαλού,

δεν το αντέχω άλλο αυτό το βασανιστήριο κι αυτή τη μυρωδιά σου

που κυκλοφορεί υγρή τις νύχτες στη κάμαρα μου

βάφοντας τους τοίχους με τ’ όνομα σου σε χρώμα

κόκκινο βυθισμένων φύλλων του φθινοπώρου

ούτε αυτό το θόρυβο από τα βλέφαρα σου που δεν λέει να σωπάσει

και τόσο μοιάζει με το θρόισμα των τρεμάμενων χεριών μου την ώρα

που ταξίδευαν στις γόνιμες κοιλάδες του κορμιού σου

δεν τις μπορώ άλλο αυτές τις κραυγές μας, μοιάζουν

σαν τρομαγμένου γλάρου φωνές που ορμούν στη κάμαρα μου

και κρύβονται στις σκιές των δοκαριών
 

Μαζεύομαι στην άκρη ενός σιντριβανιού καταμεσής σου,

φτερούγες πύρινες ξεπηδούν, θέλουν να με καταπιούν

αχ! πόσο μοιάζουν με τετράφυλλο λουλούδι από σάρκα,, 

κι αυτό το φλιτζάνι που άγγιξαν τα δυο σου χείλη, τ’ ακουμπώ ευλαβικά

στ’ αυτιά μου, κι ακούω όλα όσα δεν μου είπανε ποτέ
 

Κι αυτή η νύχτα ξέρει πως να με πονά, με παίρνει απ’ το χέρι

και με κουβαλά πάντα μαζί της σε κακόφημα μέρη και οίκους ανοχής

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014


Απουσία (2)

 

Πως ποθώ απόψε να περάσει γρήγορα το βράδυ

δεν αντέχω ν’ ακούω τους θλιβερούς μονόλογους των νεκρών μου,

κι αυτός ο σκοτεινός κι έρημος διάδρομος της μοναξιάς

πως μου φαίνεται τόσο μακρύς και ατελείωτος,

κοιτώ αυτές τις γκρίζες σκιές που απλώθηκαν στο πάτωμα

και τρομάζω, σαν τεράστια χέρια μοιάζουν, που απειλητικά

ξεφυσούν από απύθμενα και στεγνά πηγάδια και με φωνάζουν
 

Το ξέρω, σαν ξημερώσει κανείς δεν πρόκειται να ψάξει να με βρει,

οι άνθρωποι από καιρό με αποφεύγουν, αφού δεν αντέχουν

τη μυρωδιά της νεκρής μου ψυχής, μόνο κάτι ψωριασμένα βρώμικα

σκυλιά που θα γαβγίζουν θα με μαρτυράνε γρατζουνώντας τη πόρτα μου
 

Αγάπη μου, πως ποθώ απόψε να ακούσω για τελευταία φορά τη φωνή σου,

να ντύσω με τη βραχνάδα της την απουσία σου και να τη κάνω προσκέφαλο μου

πριν στον Αχέροντα ξαπλώσω και σε μήτρα σκοτεινή με οδηγήσει

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014


Ο νεκρός

 

Κάθε σούρουπο κοιτάζω απ’ το παράθυρο στ’ απέναντι σπίτι

τη γυναίκα να σταυροκοπιέται και να σκεπάζει με ευλαβικά  εικόνες της Παναγίας,

τη βλέπω ν’ απλώνει τα χέρια και να καρφώνει ένα φεγγάρι χειμωνιάτικο

στο διάφανο πέτο τ’ ουρανού, κι ας είναι καταμεσής τ’ Αυγούστου,

φωτιά που καίγεται κι αλλάζει σχήματα το κορμί της, καθώς

ετοιμάζεται αργά με στοιχειωμένες κινήσεις αναρωτιέμαι,

ποιας ανάγκης ανέμους άραγε αγκαλιάζει κ’ ερωτεύεται;

η μεταμόρφωση αέναη και πληθαίνουν οι ρυτίδες του σάπιου της τοίχου

ο αέρας βαρύς, μυρίζει, κάποιος ανάμεσα μας είναι νεκρός, φωνάζει,

τώρα που βραδιάζει θα  βρούμε στ’ αλήθεια ποιός είναι.

 

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014


Συναπάντημα

 

Είναι αλήθεια ότι ποτέ σου δεν μ’ αγάπησες πραγματικά

και τώρα δακρύζεις ακούγοντας  ένα δελτίο μεταθανάτιων ειδήσεων,

ίσως δεν γνώριζες ότι η διαδρομή που έκανες ήταν κυκλική,

όσο μακριά και να πήγαινες, κάποτε μοιραία θα σ΄ έφερνε κοντά στους όμοιους σου

και μετά από μια χαμένη πορεία να ψάχνεις να συναντήσεις το παλιό σου εαυτό,

κατακτητής, διψασμένος για κορμιά που δεν έμελλε να αγαπήσεις ποτέ

κι όταν έκανες  έρωτα νόμιζες ότι πραγμάτωνες μια φυγή, μιαν όμορφη απόδραση

λες ότι, δεν εκμεταλλεύτηκες και δεν καταχράστηκες αλλά συντρόφευες

σ ένα κυνήγι νέων συναισθημάτων διαρκείας

τώρα στέκεσαι όμως εδώ, απέναντι μου και με κοιτάς

λες πονάς, ναι σίγουρα πονάς, γιατί η ιστορία των νικημένων

γράφεται πάντα με αίμα και απώλειες, κι εσύ που δεν φοβόσουν κανένα

και όλους τους νικούσες, τώρα σιωπάς στα κτυπήματα των αναμνήσεων

φωνάζοντας ότι τα όνειρα,  ψέματα είναι τελικά,

και αυτή η λήθη, αυτή η λέξη που μου τσαμπουνάς συνέχεια στ’ αυτιά,

αυτή η λήθη και η συμφιλίωση με το δήμιο του αύριο, δεν είναι δυνατή,

γιατί αυτή είναι η αόρατη πλευρά της πραγματικότητας που πονά

είναι μια φωνή που ακόμα δεν είπε τη τελευταία της λέξη,

εσύ κι εγώ τώρα επιτέλους συναντιόμαστε στ’ αλήθεια

συνδαιτυμόνες που μοιραζόμαστε την ήττα αλλά δεν επιδεικνύουμε τις ουλές μας

γιατί οι πιο βαθιές δεν είναι ορατές

θέλεις τώρα να σ αγκαλιάσω σφιχτά, να σου κτυπήσω τρυφερά τη πλάτη και να σου πω, γεια, και να
 
προσέχεις, θα το κάνω, αλλά ίσως και να μην χρειαστεί να στο πω, θα το νοιώσεις από τη δύναμη της
 
 αγκαλιάς

όμως μην θλίβεσαι, γιατί αυτό σου το ταξίδι σου πρόσφερε πολλά

σου αφαίρεσε και  σου ακύρωσε τη ταυτότητα και σε μεταβίβασε στη διαφορετικότητα, έτοιμος
 
είσαι πλέον να αποδεχτείς το ανείπωτο,

και σε φίλεψε με μια συνείδηση που φουρτουνιάζει και δεν βολεύεται

και ξέρεις πλέον καλά, πως η ζωή περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα,

τον πόθο για γυναικεία κορμιά, για την αλήθεια, την δικαιοσύνη και την αποδοχή.

Οι φίλοι μου

 

Οι δικοί μου οι φίλοι έχουν τη μεζούρα της αλήθειας στη καρδιά

και φοράνε ένα μαύρο κυκλάμινο στ’ αμίλητα τους χείλη,

έχουν σημαδεμένα κορμιά από τις μηχανές παραγωγής

και δίνουν όρκους του μεσημεριού πίσω από τις θημωνιές

 

Με φλογισμένες ανάσες κάνουν έρωτα γελώντας δυνατά

και τρώνε σε εστιατόρια με βρώμικα αποχωρητήρια και λιγδιασμένα τραπέζια

γεμάτα με ξεκούμπωτα θηλυκά και γυμνά αντρίκεια στήθη

και το βράδυ στο φως του λυχναριού, πίσω απ’ τις μισάνοιχτες γρίλιες

ψάχνουν σιωπηλά στο ευρετήριο απωλειών

 

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014


Αφέλεια...

 

Πόσο αφελής ήμουν τελικά, νόμιζα πως μπορούσα να σε κατακτήσω,

να διεισδύσω μέσα σου χωρίς απώλειες, χωρίς να γενώ αιχμάλωτος σου,

νόμιζα πως σαν χαρταετός θα έσχιζα τον ουρανό σου

ελεύθερος θ’ αλήτευα κι ύστερα μακριά σου θα πετούσα

δεν μπόρεσα να δω όμως πως πίσω μου ένα σπάγγο αμολούσα
 

Κι αυτοί οι ερωτικοί μας στεναγμοί, οι ηδονικές φωνές μας,

και τα αγαπημένα μας βρώμικα λόγια που ψιθυρίζαμε γελώντας,

πίστευα πως θα ξεχαστούν και σαν ηχώ θα σβήσουν,

να όμως που πάλι γελάστηκα και τελικά κατέληξαν να είναι

σημάδια ανεξίτηλα  στης κάμαρας το τοίχο
 

Κι όλα εκείνα τα ατελείωτα ζευγαρώματα και οι δυνατές αγκαλιές μας

δεν τ’  αντιλήφθηκα πως ήταν μια νέα αρχή  κάθε φορά που τελειώναμε,

και μια νέα ένωση εκεί που διαμελίζαμε τα κορμιά μας

κι εκείνο το βλέμμα σου καθώς δραπέτευε από τα  μάτια  σου,

τα σβησμένα από της ηδονής τη γλύκα, μ ένα μικρό θάνατο

χαμογελώντας με κερνούσε

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Ναυαγός


Μεσοπέλαγα ερημικό νησί είναι το κορμί σου, άλλο εγώ δεν θέλω, γι’ αυτό ναυάγησα και σύρθηκα στις άγριες ακτές σου Και τώρα να’ μαι ξαπλωμένος στην πυρωμένη άμμο σου να επαιτώ λίγο νερό, στάλας δροσιά να πιω απ’ τα φιλιά σου και χωρίς καμιά ντροπή να σου προσφέρω την αγάπη μου ντυμένη μ’ εκείνες τις λέξεις τις βρώμικες που συνοδεύουν το πιο λαμπρό μυστήριο της σάρκας που καίγεται από λαχτάρα κι ύστερα να σ’ ορκιστώ πως θα υπηρετώ τα μάτια σου θα σκαρφαλώνω στους λόφους του κορμιού σου και με τα χείλη μου θα σβήνω τον πόθο των χειλιών σου

Έτσι, ίσως λέω έτσι,

 

Την αποσαρκωμένη σκιά σου σκάβω με τα νύχια μου

ψάχνοντας χαραμάδα μέσα σου να χωθώ

έτσι , ίσως λέω έτσι, μπορέσω να σ’ αγαπήσω ακόμα περισσότερο

και χωρίς να φοβάμαι, το θάνατο μου να υποδεχτώ, χαρίζοντας του

όλα τα όνειρα μου για σένα, ανέγγιχτα έτσι θα μείνουν,

δεν θα μαραθούν  στο πέρασμα των ημερών

έτσι , ίσως λέω έτσι, θα υπάρχω για πάντα, μέσα σου θα ζω,

θ’ αναπνέω απ΄την ανάσα σου,  θα δροσίζομαι στα χείλη σου

και με τη φωνή σου αιώνια θα φωνάζω, σ’ αγαπώ

 

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014


Η απουσία

 

Νύχτωσε. κι έτσι κουλουριασμένος στη γωνιά της κάμαρας μου

κάνω παρέα με τις απουσίες μου κι αγκαλιάζω τη μοναξιά,

κι ο θάνατος πάντα εδώ, ακοίμητος, θορυβώδης μέσα στη σιωπή του

κι αυτό το βαρύ συναίσθημα ότι αμέλησα το καθήκον μου,

κάτι έχω ξεχάσει κι ίσως δεν προλαβαίνω να κάνω

και το αίμα μου δεν ηρεμεί,  κι αυτές οι λέξεις,

αχ! αυτές οι λέξεις που αργοσαλεύουν κοιμισμένες και αιωρούνται

μέσα στο δωμάτιο μου κι είναι γεμάτες ανυπόφορη αναμονή

τι να θέλουν άραγε να μου πουν; έλα όμως που φοβούμαι να τις ξυπνήσω,

τις βλέπω να κινούνται κυκλικά με χάρη, και ν’ αποθέτουν κύκλους
 
τον ένα πάνω στον άλλο με ακρίβεια, σχηματίζοντας ένα πέρασμα με φως,
 
αναρωτιέμαι που να οδηγεί, κι αυτός ο ανεπαίσθητος θόρυβος που κάνουν είναι θλιβερός,

σαν τον ματωμένο άνεμο που ξετρυπώνει μέσα από αγκάθια ξερά,

ναι αυτό θα κάνω, θα προσποιηθώ ότι δεν τις βλέπω, δεν τις ακούω

ή ακόμα καλύτερα θα προσποιηθώ τον θάνατο μου.

 

Βαδίζοντας στη κόψη του έρωτα

 

Αγάπη μου, απόψε δεν ψάχνω λόγια όμορφα για να σου πω

και δεν ξέρω από που ν’ αρχίσω, χάνω τον έλεγχο,

κάνω πέρα τα προσχήματα, σπάζω τα καθώς πρέπει,

στα πόδια σου γονατιστός σκύβω κι υποκλίνομαι

στ’ ολόγυμνο κορμί σου, οσμίζομαι τον ιδρώτα σου

σαν ζώο ορέγομαι το μέλι που κρύβεις στη πηγή σου,

και σε παρακαλώ, χάνω τον εαυτό μου, φλέγομαι

ποθώ σαν κάστρο να σε κουρσέψω, έτσι χωρίς αβρότητα,

άλλωστε δεν τη χρειαζόμαστε αφού το ξέρεις σ’ αγαπώ,

έλα κι εσύ αφέσου, στα χέρια μου να σε κρατώ με δύναμη

και με τη βιασύνη ενός αγροίκου αρσενικού που θέλει μόνο

να σε κατακτήσει, το πόθο το πυρωτικό για σένανε να σβήσω
 

Αγάπη μου, θέλω να δω τα μάτια σου να κλαίνε

όχι από πόνο αλλά απ’ την υπέρτατη ηδονή

αφού πριν από κάθε σου κύτταρο, πρώτα το μυαλό,  οργασμό

πρωτόγνωρο, δυνατό, καταρρακτώδη απόψε θα γνωρίσει

 

Αγάπη μου, απόψε θέλω να χωθώ όσο πιο βαθιά μπορώ

στ’ όμορφο κορμί σου, τα σπλάχνα σου να τα γευτώ,

ν’ αγγίξω τη ψυχή σου, κι η φωνή σου βραχνή, πηχτή, και

περισσότερο θερμή απ’ το ίδιο σου το σώμα

να με παρακαλάει, και με πρόστυχη τόλμη οι κινήσεις σου

να φανερώνουν έναν ακράτητο ζωικό ερωτισμό

μια πείνα μόνο για σάρκα που φλέγεται για σένα

 

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014


The foreigner

Alone, counting my steps on the road

people and lights, flashing around me

feeling I’m touched by the wave of loneliness.

I looked around me gazing at golden angels

Alive, made of paper and plastic

looking at me and saying that

I had, like you had, like everyone had

the right to enjoy and my share of dreams

Yes! To the dream that you live with your eyes open

and your soul throwing away all the old burdens

mesmerized by beauty and love.

I, like you, would  like to walk the street

Loaded with bags and packages,

Wrapped in colourful paper and glittering ribbons

getting into my den and putting them in a row

A toy train for Selim, a doll for Rania

A shawl painted with the colors of love, for Samira

So maybe I can soften the pain of their absence

and quench my soul that freezes in my loneliness.



A political refugee, a hunter of a dream

An illegal immigrant of joy and hope

‘Rasiint’ is my name not 'foreigner'

my loved ones
are away, in another land

and only my thought can touch them.

Looking at the sky

I stacked upon a falling star

My own gift

‘I miss you…I love you so much’.

 

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014


Πορεία

 

Ξεριζώθηκα από τα σπλάχνα ενός αυθύπαρκτου, ζωντανού κι ακοίμητου κόσμου

Αυτός είναι η μάνα μου και με κοιτά ατάραχα με μάτια που συνέχεια κινούνται

Μέσα μου κατοικούν ακόρεστοι θεοί, που ρίχνουν βαριά τη σκιά τους πάνω μου φορτωμένη με
 
ηθικές επιταγές κι έχουν στόματα ανοικτά που αχόρταγα χάσκουν στάζοντας αίματα και κομμάτια
 
σάρκας δικής μου και των αδελφών μου

Τι σημασία έχει αν φωνάζω δυνατά ή πνίγομαι στη σιωπή

Αν βρίζω ή αν προσεύχομαι, αν μαχαιρώνω ή χαϊδεύω

Πιστά, ναρκωμένος την ακολουθώ στο τάφο που η ίδια για μένα έχει σκάψει

Στην πορεία μου συζητώ για τις ποιότητες της μοναξιάς μου, εκεί μονάχα

βρίσκω τον εαυτό μου και τον λόγο της γέννησης μου, και καθώς

αντιλαμβάνομαι το αμεταβίβαστο και το πολύτιμο της ύπαρξης μου

τα μάτια της ξεχειλίζουν με ξαφνικές στάσεις, και

μια ανταύγεια του παρελθόντος καθρεπτίζεται μέσα τους,

Ο Θεός ορίζει το θάνατο μου, ο Θεός κατοικεί εντός μου.

Και να! Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου

απρόσκλητες εισβάλλουν στη κάμαρα μου

Μου κτυπάνε τα βλέφαρα και μου γρατζουνάνε τα μάτια

κι ότι αγγίζουν το κάνουν διαμάντια, κι  απ’ έξω τα πρώτα γαυγίσματα,

οι πρώτοι ήχοι κι οι λεπτομέρειες των δρόμων να γλιστράνε ως εδώ

κουβαλώντας αντιθέσεις  χρωμάτων, συμβιβασμούς

κοινωνικές διαφορές ανισότητες και προσαρμογές των ηθών
 

Η πρώτη γουλιά του καφέ στο καφενείο με τη ψάθινη καρέκλα

κι οι μυρωδιές απ’ το παραδίπλα φούρνο να μου γαργαλάνε τη μύτη

Τα πρώτα κλαψουρίσματα των βρεφών και οι φωνές της μάνας

και να ο πρώτο κόμβος να αιωρείται μέσα μου

να θέλει να σταθεροποιηθεί, αλλά δεν μπορεί, μετεωρίζεται

και ανεβοκατεβαίνει απ’ το στομάχι στο λαιμό μου
 

Περαστικοί με βαριά και βιαστικά βήματα σηκώνουν σκόνη

που κατακάθεται στο μυαλό μου, και δεν με αφήνει να δω

αυτά που θέλω να δω , παρά μόνο αυτά που φαίνονται

Κι όμως είμαι σίγουρος, τα ένοιωσα αυτά τα μάτια χθες το βράδυ να με κοιτάζουν

μέσα από τα σκούρα τζάμια μιας μαύρης λιμουζίνας που ήταν εκεί όλο το βράδυ

ακίνητη στο απέναντι πεζοδρόμιο, αλλά τους την έσκασα, τους κοιτούσα μέσα από τη
 
κλειδαρότρυπα της ντουλάπας μου, και δεν άναψα καθόλου το φως στο δωμάτιο μου
 

Πίνω το κρύο νερό απ’ το βρεγμένο ποτήρι και αναρωτιέμαι

μήπως όλα ήταν της φαντασίας μου. Ο ήχος του όχλου μεγαλώνει

και σχηματίζει κάτι ασαφές, αβαρές αλλά και δραματικό μέσα μου, αναρωτιέμαι μήπως ήταν απλώς
 
 ένα ρομαντικό ραντεβού ή ακόμα μια τυχαία σύμπτωση και

προσπαθώ να ακυρώσω την οδυνηρή πραγματικότητα
 

Μπαίνω στο μπάνιο και κοιτάζομαι στο θαμπωμένο καθρέπτη

και επιβεβαιώνω ακόμα μια φορά, πως ένα κομμάτι μου έχει μείνει,

για πάντα χαμένο, κάπου εκεί στη κάμαρα που είχα κοιμηθεί.

Σάββατο 16 Αυγούστου 2014


 

Καθεστώτα

 

Νότες μακρινές από μια σκουριασμένη φυσαρμόνικα

κουβαλούσε στις πλάτες του χθες αργά το δείλης ο αέρας

και μια παρέλαση από ήχους και χρώματα γέμισε τη κάμαρα μου,

ήταν απ’ τους ίσκιους των δολοφονημένων μου αδελφών που έμειναν άταφοι

κι απ΄ τις φωνές των παιδικών μου φίλων που είναι στις φυλακές,

στα υπόγεια μπουντρούμια κι οργώνουν τους βράχους με τα νύχια τους,

των πεινασμένων, των διψασμένων όλου του κόσμου

που δαγκώνουν τις λέξεις και στάζουν αίμα, κι έχουν το σκοτάδι για φίλο τους,

ήταν απ’ τις κραυγές αυτών που δεν ήξεραν και δεν είχαν ιδέα από εμβατήρια,

ήρωες, ακάθιστους ύμνους και ιστορία αλλά τους ένωνε η ίδια δίψα

για δικαιοσύνη, κι από φόβο κι άγνοια έστηναν οδοφράγματα κι έκαναν διαδηλώσεις,

ήταν απ’ το θόρυβο των αργασμένων παλαμών των συντρόφων μου

καθώς με τη σάρκα τους σταματούσαν το βόλι από οπλισμένο χέρι αδελφικό,

δεν έκλαψα, δύο σταγόνες δάκρυ είναι  αρκετά, γιατί καλά το ξέρω

το κλάμα είναι άσκοπη φλυαρία και δυναμώνει τη μοναξιά που επιβάλλουν των καθεστώτων τα
 
αιμοσταγή κι απάνθρωπα θηρία.

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014


μίλα σιγά όταν μιλάς γι’ αγάπη 

 

Απόψε πάλι μια αφόρητα κι αβάσταχτα οδυνηρή μοναξιά

φορώντας άρωμα επιταφίου στα μαλλιά ψηλαφίζει τις πληγές μου

Κλείνω τα μάτια ν’ αφήσω το φως απ’ έξω αφού η θλίψη

γι’ αυτούς που πενθούν είναι ντυμένη στους ίσκιους

και με σπασμένες φτερούγες ζητιανεύω απ’ το φεγγάρι λίγη φωτιά

ν’ ανάψω τη λαμπάδα του ολονύχτιου μου θρήνου

Μια ηχώ, σαν σταγόνα αίματος ξεφεύγει απ’ τη κόγχη των χειλιών σου
 
-σσσς,  μίλα σιγά όταν μιλάς γι’ αγάπη

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014


Ποιός Θεός;

 

Το φεγγάρι απόψε διστάζει να βγει,

και τ’ αστέρια είναι σαν παιδάκια ορφανά, χλωμοκίτρινα,

όμοια με δάκρια αλμυρά που στέγνωσαν κι έγιναν

μικρές ατέλειες στον απέραντο τ’ ουρανού μαύρο καμβά

Το είδα κρυμμένο πίσω απ’ ένα σύννεφο κι άχνιζε σαν μακρινή πυρκαγιά

το χέρι του έτρεμε καθώς σημείωνε στο δεφτέρι του

όνειρα, ελπίδες, προσευχές και γλυκές προσμονές

Το ‘δα να σβήνει ντροπιασμένο και τ’ άκουσα να μουρμουρίζει με θυμό,

-σε ποιόν δίκαιο θεό να παραδώσω του πεινασμένου την ευχή,

και πως να του εξηγήσω ότι είναι απλά για μια μπουκιά ψωμί;

 

 

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014


Η γυναίκα π’ αγαπώ

 
Τα φρύδια της γυναίκας π’ αγαπώ είναι σαν γέφυρες καμαρωτές

που τις περπατάω στ’ απογεύματα μου τα μοναχικά

Τα μάτια της είναι σαν λίμνες που στις όχθες τους κάθομαι

κι ακούω ήχους  να σβήνουν σαν φλοίσβος μαγικός

Οι ώμοι της είναι από μάρμαρο λευκό και πάνω τους

σβήνουν σαν καταρράκτες τα μαλλιά της τα σγουρά

Ο λαιμός της είναι λεωφόρος καμωμένος από λευκό κοράλλι

χίλιες νύχτες τον ανεβοκατεβαίνω με πόθο ερωτικό
 

Τα στήθη της γυναίκας π’ αγαπώ είναι σαν κάμπος με στάχυ χρυσό

π’ ολονυχτίς το θερίζω και μου χαρίζει της ζωής πολύτιμο καρπό

Οι ρώγες της είναι σαν κρήνες που στάζουν αγιασμό

αχόρταγος πίνω και δροσίζω τον πόθο μου τον πυρωτικό

Η κοιλιά της είναι σαν δάσος απλωμένο σε άσπρη αμμουδιά

γεμάτο κρυφές σπηλιές που από μέσα τους αχνίζουν φωτιές ερωτικές

Τα πόδια της είναι από μάρμαρο, κολώνες τορνευτές,

δείχνουν το δρόμο προς το λιμάνι της που είναι σαν θόλος τ’ ουρανού
 

Η γυναίκα π ΄αγαπώ έχει στα μάτια της φωτιές

κι όταν με κοιτά η ψυχή μου σαν περιστέρι φτεροκοπά

Η αναπνοή της είναι σαν δροσιά σε φύλλα γιασεμιού

και τα στήθια μου γεμίζω παίρνοντας απ’ αυτή πνοή

Με ποτίζει νέκταρ με τα λόγια της και μου δίνει δύναμη να ζω

στο στέρνο μου όταν γέρνει γίνομαι θεός.